6 Σεπ 2014

SCHALK και KOPF Αριθ. Αγωγής 30141/04 3

50.Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να εξετάσει αν δύο πρόσωπα τα οποία είναι του ιδίου φύλου μπορούν να αξιώσουν να έχουν δικαίωμα να συνάψουν γάμο. Ωστόσο, ορισμένες αρχές ενδέχεται να συναχθούν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις-τους τρανς.

51. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τίθεται το ζήτημα αν η άρνηση σύναψης γάμου, σε μια-ένα τρανς που έχει διορθώσει το φύλο της με ένα άτομο του αντίθετου φύλου, με το νέο φύλο της-του παραβιάζει το άρθρο 12. Στη προγενέστερη νομολογία του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η σύνδεση-προσάρτηση με την παραδοσιακή έννοια του γάμου στην οποία στηρίζεται το άρθρο 12 προβλέπεται επαρκής αιτία-λόγος για τη συνέχιση της υιοθέτησης-έγκρισης από το κράτος των βιολογικών κριτηρίων για τον καθορισμό του φύλου ενός προσώπου για τους σκοπούς του γάμου. Συνεπώς, αυτό θεωρήθηκε ένα θέμα που περιλαμβάνεται στο πλαίσιο της εξουσίας των Συμβαλλομένων Χωρών να ρυθμίζουν στο εθνικό δίκαιο την άσκηση του δικαιώματος της σύναψης γάμου (βλ. Sheffield και Horsham, ό.π., § 67, υπόθεση Cossey κατά της Αγγλίας, 27 Σεπτεμβρίου 1990, § 46, σειρά A αριθ. 184, βλ. Επίσης υπόθεση Rees κατά της Αγγλίας, 17 Οκτωβρίου 1986, § § 49-50, σειρά A αριθ. 106).

52.Στην υπόθεση της Christine Goodwin (όπ.π., § § 100-104), το Δικαστήριο απομακρύνθηκε-απέφυγε-απέστη από τη νομολογία αυτή: Η Επιτροπή έκρινε ότι οι όροι-πρυποθέσεις που χρησιμοποιούνται από το άρθρο 12, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα της γυναίκας και του άνδρα να συνάπτει γάμο, δεν χρειαζόταν πλέον να νοείται ο καθορισμός των φύλων, με καθαρά βιολογικά κριτήρια. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξαν σημαντικές κοινωνικές αλλαγές στο θεσμό του γάμου, μετά την έγκριση της Σύμβασης. Επιπλέον, αναφέρθηκε στο άρθρο 9 της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία απομακρύνθηκε-απέφυγε-απέστη από τη διατύπωση του άρθρου 12. Τέλος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχε ευρεία αποδοχή του γάμου των τρανς σύμφωνα με το νέο φύλο τις-τους. Εν κατακλείδι το Δικαστήριο έκρινε ότι η αδυναμία μιας τρανς που έχει διορθώσει το φύλο της να συνάψει γάμο παραβίαζε το άρθρο 12 της Σύμβασης.

53. Δύο ακόμη υποθέσεις παρουσιάζουν ενδιαφέρον στο παρόν πλαίσιο: (Parry κατά Αγγλίας (Δεκ.), αριθ. 42971/05, ΕΔΑΔ 2006-XV, και R. και F. κατά της Αγγλίας (Δεκ. ), αριθ. 35748/05, 28 Νοεμβρίου 2006). Και στις δύο περιπτώσεις οι ενάγουσες-ντες ήταν ένα παντρεμένο ζευγάρι, που αποτελούταν από μια γυναίκα και μια γυναίκα τρανς, πρώην άνδρας που είχε διορθώσει το φύλο της. Οι ενάγουσες καταγγέλλουν, μεταξύ άλλων, πως σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης όφειλαν να διαλύσουν το γάμος τις, αν η δεύτερη προσφεύγουσα επιθυμούσε να αποκτήσει πλήρη νομική αναγνώριση τού διορθωμένου φύλου της. Το Πρωτοδικείο απέρριψε την καταγγελία ως προδήλως αβάσιμη. Σημείωσε ότι η εθνική νομοθεσία επιτρέπει το γάμο μόνο μεταξύ ατόμων αντιθέτου φύλου, αν το φύλο προέρχεται από προσδιορισμό κατά τη γέννηση ή από μια διαδικασία αναγνώρισης του φύλου, ενώ οι γάμοι του ιδίου φύλου δεν επιτρέπονται. Ομοίως, το άρθρο 12 διατηρεί-προφυλάσει τη παραδοσιακή έννοια του γάμου, μεταξύ γυναίκας και άνδρα.

53 Α) Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ορισμένες Συμβαλλόμενες Χώρες έχουν επεκτείνει το γάμο σε ζευγάρια του ιδίου φύλου, αλλά αυτό αντικατοπτρίζει το δικό τις όραμα για τον ρόλο του γάμου στις κοινωνίες τις και δεν απορρέει από την ερμηνεία του θεμελιώδους δικαιώματος, όπως ορίζεται καθορίζονται από τις Συμβαλλόμενες Χώρες της Σύμβασης το 1950. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό ενέπιπτε στο περιθώριο εκτίμησης της Χώρας πώς να ρυθμίζει τις συνέπειες της διόρθωσης του φύλου σε προϋπάρχοντες γάμους. Επιπλέον, θεωρήθηκε ότι, σε περίπτωση που επέλεξουν το διαζύγιο, προκειμένου να καταστεί δυνατή στην τρανς συντρόφισα να λάβει πλήρη αναγνώριση του φύλου της, το γεγονός ότι οι ενάγουσες είχαν τη δυνατότητα να συνάψουν Καταχωρημένη Συμβίωση συνέβαλε στην αναλογικότητα αναγνώρισης του φύλου για το οποίο παραπονέθηκαν οι ενάγουσες.

β. Αίτηση της προκειμένης υπόθεσης

54. Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 12 παρέχει το δικαίωμα να παντρεύονται σε "άνδρες και γυναίκες". Το γαλλικό κείμενο προβλέπει «l'homme et la femme ont le droit de» marier se. Επιπλέον, το άρθρο 12 παρέχει το δικαίωμα να ιδρύουν οικογένεια.

55.Οι ενάγοντες υποστήριξαν πως η διατύπωση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μια γυναίκα θα μπορούσε να παντρευτεί μόνο έναν άνδρα και το αντίστροφο. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, εξετάζεται μεμονωμένα, η διατύπωση του άρθρου 12, θα μπορούσε να ερμηνευθεί έτσι ώστε να μην αποκλείει το γάμο μεταξύ δύο γυναικών ή δύο ανδρών. Ωστόσο, σε αντίθεση, όλα τα άλλα ουσιαστικά-θεμελειώδη Άρθρα της Σύμβασης μεταβιβάζουν-χαρίζουν-παραχωρούν δικαιώματα και ελευθερίες στην " καθεμία-να " ή δηλώνει πως "καμιά-νεις" δεν πρέπει να υπόκειται σε ορισμένες μορφές απαγορευμένων συμπεριφορών. Η επιλογή της διατύπωσης του άρθρου 12 πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ως σκόπιμη. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εγκρίθηκε η Σύμβαση. Στη δεκαετία του 1950 ο γάμος ήταν σαφώς κατανοητός με την παραδοσιακή έννοια τού να είναι μια ένωση μεταξύ συντροφισών-ων διαφορετικού φύλου.

56. Όσον αφορά τη σύνδεση μεταξύ του δικαιώματος γάμου και το δικαίωμα δημιουργίας οικογένειας, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η αδυναμία οποιουδήποτε ζευγαριού ή γονέα να αναπαράξει ένα παιδί δεν μπορεί να θεωρηθεί ως per se αφαίρεση του δικαιώματος να συνάψης γάμου (Christine Goodwin , ό.π., § 98). Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν επιτρέπει κανένα συμπέρασμα σχετικά με το θέμα του γάμου προσώπων του ιδίου φύλου.

57.Εν πάση περιπτώσει, οι ενάγουσες-ντες δεν βασίζονται κυρίως στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 12. Ουσιαστικά επικαλέστηκαν την νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η Σύμβαση είναι ένα ζωντανό μέσο που πρέπει να ερμηνεύεται με τις σημερινές-σύγχρονες συνθήκες-όρους (βλ. EB κατά Γαλλίας [GC], όχι. 43546/02, § 92, ΕΣΔΑ 2008 -..., και Christine Goodwin, προπαρατεθείσα, § § 74-75). Κατά τους ισχυρισμούς των εναγουσών-ων το άρθρο 12 στις σημερινές-σύγχρονες συνθήκες θα πρέπει να διαβάζεται ως χορήγηση στα ζευγάρια του ιδίου φύλου πρόσβασης στο γάμο, ή, με άλλα λόγια, ότι υποχρεώνει-δεσμεύει τις Χώρες μέλη να προβλέπουν την πρόσβαση στην εθνική τις νομοθεσία.

58.Το Δικαστήριο δεν έχει πειστεί από το επιχείρημα των εναγουσών-ντων. Παρόλο που, όπως σημειώνεται στην υπόθεση Christine Goodwin, ο θεσμός του γάμου έχει υποστεί μεγάλες κοινωνικές αλλαγές μετά την έγκριση της Σύμβασης, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή Συναίνεση όσον αφορά το γάμο προσώπων του ιδίου φύλου. Επί του παρόντος, δεν υπερβαίνουν τις έξι από τις σαράντα επτά Χώρες μέλη της Σύμβασης που επιτρέπουν το γάμο προσώπων του ιδίου φύλου (βλ. ανωτέρω σκέψη 27). *Γ

*Γ Η Ισλανδία είναι η πιο πρόσφατη και η έβδομη που επέτρεψε τον ΛεΠΑΤ γάμο. Η Πρωθυπουργίνα της νυμφεύθηκε την εδώ και χρόνια συντρόφισά της στις 27.6.10.

59. Δεδομένου ότι ο ενάγων εκπρόσωπος της Κυβέρνησης, καθώς και το τρίτο-τμήμα-μέρος της Κυβέρνησης ορθώς επισήμανε, πως η παρούσα υπόθεση πρέπει να είναι διακριτή από την υπόθεση Christine Goodwin. Σε αυτή την περίπτωση (προπαρατεθείσα, § 103) το Δικαστήριο διέκρινε μια σύγκλιση των προτύπων (ποιότητας) -κριτηρίων-σταθμών-σταθμά όσον αφορά τον γάμο των τρανσεξουαλικών ατόμων σύμφωνα με το νέο φύλο τους. Επιπλέον, η υπόθεση Christine Goodwin ασχολείται με το γάμο συντρόφων, που έχουν διαφορετικό φύλο μεταξύ τις-τους, αν και το φύλο δεν ορίζεται από αμιγώς βιολογικά κριτήρια, αλλά λαμβάνοντας υπ' όψιν άλλους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων την διόρθωση φύλου της μιας-ενός εκ των συντρόφων.

60.Όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ του άρθρου 12 της Σύμβασης και του άρθρου 9 της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η Χάρτα "), το Δικαστήριο έχει ήδη σημειώσει ότι η τελευταία έχει αποφύγει συνειδητά την αναφορά σε γυναίκες και άνδρες (βλ. Christine Goodwin, προπαρατεθείσα, § 100). Οι παρατηρήσεις σχετικά με τη Χάρτα, η οποία κατέστη νομικά δεσμευτική τον Δεκέμβριο 2009, επιβεβαιώνει ότι το άρθρο 9 επιδιώκει να είναι ευρύτερο από τα αντίστοιχα άρθρα άλλων (συμβάσεων, χαρτών) ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. Ανωτέρω, σκέψη 25).

60. Α) Ταυτόχρονα, η παραπομπή στο εσωτερικό-εθνικό δίκαιο αντικατοπτρίζει την πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων, τα οποία κυμαίνονται από το να επιτρέπεται ο γάμος προσώπων του ιδίου φύλου έως το να απαγορεύεται ρητώς. Με παραπομπή στην εθνική νομοθεσία, το άρθρο 9 της Χάρτας αφήνει την απόφαση στις Χώρες για το αν θα επιτρέψουν ή όχι το γάμο προσώπων του ιδίου φύλου. Σύμφωνα με τα λόγια του σχολιασμού: "... μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν υπάρχει εμπόδιο για την αναγνώριση των σχέσεων προσώπων του ίδιου φύλου στο πλαίσιο του γάμου. Υπάρχει, ωστόσο, δεν απαιτεί ρητώς πως η εθνική νομοθεσία πρέπει να διευκολύνει αυτούς τους γάμους".

61. Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 9 της Χάρτας, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν θα θεωρεί πλέον ότι το δικαίωμα του γάμου διατηρείται- καθιερώνεται-προφυλάσεται στο άρθρο 12, πρέπει σε κάθε περίπτωση να περιορίζεται στο γάμο μεταξύ δύο προσώπων διαφορετικού φύλου. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να λεχθεί ότι το άρθρο 12 έχει εφαρμογή στην καταγγελία των εναγουσών-ντων. Ωστόσο, όπως έχουν τα πράγματα, το ζήτημα για το αν θα επιτρέψουν ή όχι το γάμο σε πρόσωπα του ιδίου φύλου, αφήνεται να ρυθμίζεται από την εθνική νομοθεσία της Συμβαλλόμενης Χώρας.

62. Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο γάμος έχει βαθιές κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις που μπορεί να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τη μια κοινωνία στην άλλη. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να σπεύσει να υποκαταστήσει με την κρίση του τις εθνικές αρχές, οι οποίες είναι καλύτερα σε θέση να αξιολογήσουν και να ανταποκριθούν στις ανάγκες της κοινωνίας (βλέπε υπόθεση B. και L. κατά της Αγγλίας, όπ. π. , § 36).

63. Εν κατακλείδι, η διαπίστωση ότι το άρθρο 12 της Συμβάσεως δεν επιβάλλει την υποχρέωση στην εναγόμενη- εκπρόσωπο της Κυβέρνησης να χορηγήσει στα ζευγάρια του ιδίου φύλου, όπως οι ενάγοντες την πρόσβαση σε γάμο.

64. Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 12 της Σύμβασης.

III. ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΗ-ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

65. Οι ενάγοντες κατήγγειλαν κατά το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης πως δέχτηκαν δυσμενή διάκριση λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού τους, δεδομένου ότι τους αρνηθηκαν το δικαίωμα να συνάψουν γάμο και δεν έχουν καμία άλλη δυνατότητα νομική αναγνώρισης της σχέση τους πριν από την έναρξη ισχύος της Νομοθεσίας Καταχώρηση Συμβιωτικής Σχέσης.


Το άρθρο 8 έχει ως εξής:

"1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής της-του, ...
2. Δεν πρέπει να υπάρχει, επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός αυτών που είναι σύμφωνα με τη νομοθεσία και είναι απαραίτητα σε μια δημοκρατική κοινωνία, προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας ή της οικονομικής ευημερίας της χώρας, για την πρόληψη της διασάλευσης της τάξης ή εγκληματικών πράξεων, για την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. "

Το άρθρο 14 προβλέπει τα εξής:

"Η απόλαυση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που ορίζονται στην [η] Συνθήκη πρέπει να διασφαλίζεται χωρίς διάκριση για οποιονδήποτε λόγο, όπως το φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, σύνδεση με εθνική μειονότητα , περιουσίας, γέννησης ή άλλης κατάστασης. "

Α. Επί του παραδεκτού

1.Εξάντληση των εθνικών ενδίκων μέσων

66. Η κυβέρνηση υποστήριξε με τις γραπτές παρατηρήσεις της πως, πριν από τις εθνικές-εγχώριες αρχές, οι ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν αποκλειστικά για την αδυναμία να συνάψουν γάμο. Οποιαδήποτε άλλα σημεία που θίχτηκαν άμεσα ή έμμεσα με την προσφυγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως το ζήτημα της εναλλακτικής νομικής αναγνώρισης της σχέσης τους, έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη για μη εξάντληση. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν επιδιώκει ρητώς το επιχείρημα αυτό σε προφορικές παρατηρήσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου. Αντίθετα, δήλωσαν ότι το θέμα της Καταχωρημένης Συμβιωτικής Σχέσης θα μπορούσε να θεωρηθεί πως είναι συνυφασμένό με την υπό κρίση προσφυγή.

67.Οι ενάγοντες αμφισβήτησαν το επιχείρημα της Κυβέρνησης για μη εξάντληση, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι το ζήτημα της δυσμενούς διακρίσεως ως ζευγάρι του ιδίου φύλου εντασσόταν στο πλαίσιο της καταγγελίας τους και ότι είχαν επίσης επικαλεσθεί τη νομολογία του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 14 λαμβάνεται συνδυασμό με το άρθρο 8 στην συνταγματική καταγγελία τους.

68. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει πως το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης προβλέπει ότι οι καταγγελίες που προορίζονται να τεθούν στη συνέχεια, στο Στρασβούργο, θα πρέπει να τεθούν-αποδοθούν στο σχετικό εθνικό σώμα, τουλάχιστον ως προς την ουσία και σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις και προθεσμίες που καθορίζονται εσωτερική έννομη τάξη (βλ. Akdivar και άλλοι κατά Τουρκίας, 16 Σεπτεμβρίου 1996, § 66, Εκθέσεις των δικαστικών Κρίσεων-αποφάσεων και των αποφάσεων 1996-IV).

69. Η εθνική-εσωτερική διαδικασία στην παρούσα υπόθεση σχετίζεται με την άρνηση των αρχών να επιτρέψουν τον γάμο των εναγόντων. Και τη δυνατότητα να εισέλθουν σε μια Καταχωρημένη συμβίωση-Καταχωρημένη Συμβιωτική Σχέση δεν υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο, είναι δύσκολο να δούμε πώς οι ενάγοντες μπορούσαν να θέσουν το ζήτημα της νομικής αναγνώρισης της σχέσης τους, εκτός από την προσπάθεια να συνάψουν γάμο. Κατά συνέπεια, η συνταγματική καταγγελία τους επικεντρώθηκε επίσης στην έλλειψη πρόσβασης στο γάμο. Ωστόσο, κατήγγειλαν επίσης, τουλάχιστον ως προς την ουσία, την έλλειψη κάθε άλλου μέσου νομικής αναγνώρισης τής σχέση τους. Έτσι, το Συνταγματικό Δικαστήριο ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει το θέμα και, μάλιστα, απηύθυναν εν συντομία, αν και μόνο δηλώνοντας πως το νομοθετικό σώμα ήταν σε θέση να εξετάσει σε ποιους τομείς του δικαίου, ενδεχομένως, υπάρχουν διακρίσεις εις βάρος των ζευγαριών του ιδίου φύλου με τον περιορισμό ορισμένων δικαιωμάτων στα έγγαμα ζευγάρια. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι ενάγοντες συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση να εξαντλήσουν εγχώρια ένδικα μέσα.

70.Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο συμφωνεί με την Κυβέρνηση ότι το θέμα της εναλλακτικής νομικής αναγνώρισης είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με το θέμα της έλλειψης πρόσβασης στο γάμο που θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι συνυφασμένη με την υπό κρίση προσφυγή.

71. Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι οι προσφεύγοντες παρέλειψαν να εξαντλήσουν εσωτερικά-εθνικά ένδικα μέσα όσον αφορά την καταγγελία τους βάσει του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8.

2. Κατάσταση των εναγόντων θυμάτων

72.Στις προφορικές παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, η κυβέρνηση έθεσε επίσης το ερώτημα αν οι ενάγοντες μπορούσαν ακόμη να ισχυριστούν πως είναι θύματα της καταγγελόμενης-ισχυριζόμενης-εικαζόμενης παραβίασης μετά την έναρξη ισχύος της Νομοθεσίας Καταχωρημένης Σχέσης

73.. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ιδιότητα των εναγόντων ως θύματα μπορεί να εξαρτάται από την αποζημίωση που πρόκειται να ανατεθεί σε εθνικό επίπεδο με βάση τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία αυτή ή αυτός έχει καταγγείλει ενώπιον του Δικαστηρίου και από το αν έχουν αναγνωρίσει οι εγχώριες αρχές, είτε ρητά είτε ως προς την ουσία, παραβίαση της Σύμβασης. Μόνο όταν πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις-όροι την επικουρική φύση τής σύμβασης αποκλείει-εμποδίζει-προλαμβάνει την εξέταση της αίτησης (βλέπε, για παράδειγμα, Scordino κατά Ιταλίας (Δεκέμβριος), αριθ. 36813/97, ΕΔΑΔ 2003-IV).

74. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν όφειλε να εξετάσει αν η πρώτη προϋπόθεση-όρος έχει εκπληρωθεί, δεδομένου ότι η δεύτερη προϋπόθεση-όρος δεν πληρούται. Η κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι η Νομοθεσία Καταχωρημένης Σχέσης εισήχθη ως θέμα πολιτικής επιλογής και όχι για την εκπλήρωση υποχρεώσεων ενώπιον -που απορρέουν από τη Σύμβαση (βλ. σκέψη 80 κατωτέρω). Ως εκ τούτου, η εισαγωγή τής εν λόγω Νομοθεσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγνώριση παραβίασης της Σύμβασης που προβάλλουν-ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι οι ενάγοντες δεν μπορούν πλέον να ισχυρίζονται ότι είναι θύματα της προβαλλόμενης-ισχυριζόμενης παραβίασης του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8.

3. Συμπέρασμα


75.Το Πρωτοδικείο κρίνει, υπό το φως των ισχυρισμών των διαδίκων, ότι η καταγγελία που εγείρει σοβαρά ζητήματα πραγματικά και νομικά σύμφωνα με τη σύμβαση, ο καθορισμός των οποίων απαιτεί την εξέταση της ουσίας. Το Δικαστήριο καταλήγει επομένως στο συμπέρασμα ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης. Καμία άλλη βάση-αιτία-λόγος για να κηρυχθεί απαράδεκτη. Δεν έχει δημιουργηθεί;;;;.

Β. Επί της ουσίας
1. Επιχειρήματα των διαδίκων

76. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η καρδιά της καταγγελίας τους ήταν πως υπέστησαν δυσμενή διάκριση ως ζευγάρι ιδίου φύλου. Συμφωνώντας με την κυβέρνηση σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παρατήρησαν ότι ακριβώς όπως και οι διαφορές με βάση το φύλο, οι διαφορές με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό απαιτούν, ιδιαιτέρως σοβαρούς λόγους αιτιολόγησης. Κατά τους ισχυρισμούς των εναγουσών-ντων, η Κυβέρνηση παραλέλειψε να υποβάλει τέτοιου είδους αιτίες-λόγους για τον αποκλεισμό τους από την πρόσβαση στο γάμο.

77. Ακολούθησε από την υπόθεση Karner την απόφαση του Δικαστηρίου (προπαρατεθείσα, § 40) ότι η προστασία της παραδοσιακής οικογένειας ήταν μια σημαντική και νόμιμη αιτία-λόγος, αλλά έπρεπε να αποδείξει ότι μια συγκεκριμένη διαφορά ήταν επίσης αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού. Τίποτε στον ισχυρισμό-διαμαρτυρία των εναγόντων τίποτε δεν έδειξε ότι ο αποκλεισμός των ζευγαριών του ιδίου φύλου από το γάμο ήταν αναγκαίος για την προστασία της παραδοσιακής οικογένειας.

78.Στις προφορικές παρατηρήσεις τους, αντιδρώντας στην εισαγωγή της Νομοθεσίας Καταχωρημένης Σχέσης Συμβίωσης, οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ του γάμου, αφενός, και της Καταχωρημένης Σχέσης Συμβίωσης, από την άλλη ήταν ακόμα διακρίσεις. Ανέφεραν ειδικότερα ότι η συγκεκριμένη Νομοθεσία Καταχωρημένης σχέσης Συμβίωσης δεν παρέχει τη δυνατότητα να εισέλθει σε μια δέσμευση, ενώ, σε αντίθεση με το γάμο, τις Καταχωρημένες Συντροφικές Σχέσεις δεν συμπεριλαμβάνονται στο Τμήαμ-Γραφείο για τα ζητήματα της Προσωπικής Κατάστασης, αλλά στην Διοικητική Αρχή της Περιφέρειας, πως δεν υπάρχει δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση καταχρηστικού θάνατο από ατύχημα της συντρόφισας-ου, και πως δεν είναι σαφές αν ορισμένες παροχές που χορηγούνται σε "οικογένειες" θα μπορούσαν επίσης να χορηγούνται στις συντρόφισες-ους με Καταχωρημένη Σχέση Συμβίωσης και στα παιδιά της μιας-ενός από αυτές που ζουν σε κοινό νοικοκυριό. Παρά το γεγονός ότι οι διαφορές με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό απαιτούν, ιδιαιτέρως σημαντικές αιτίες-λόγους, τέτοιες όμως αιτίες δεν έχουν δοθεί από την Κυβέρνηση.

79. Η Κυβέρνηση δέχθηκε ότι το άρθρο 14 λαμβάνεται σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης. Μέχρι τώρα η νομολογία του Δικαστηρίου είχε θεωρήσει πως λεσβιακές σχέσεις, εμπίπτουν στην έννοια της «ιδιωτικής ζωής», αλλά μπορεί να υπάρχουν σοβαρές αιτίες-λόγοι ώστε να περιλαμβάνεται η σχέση ενός λεσβιακού ζευγαριού που ζει μαζί στη σφαίρα-πεδίο της "οικογενειακής ζωής".

2. Οι ισχυρισμοί των τρίτων διαδίκων

80.Όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8, η Κυβέρνηση ενέμεινε ότι ήταν στην ευχέρεια του νομοθετικού σώματος να αποδεχτεί ή όχι να δοθεί στα ζευγαρια του ιδίου φύλου η δυνατότητα νομικής ανγνώρισης της σχέσης τους σε οποιαδήποτε άλλη μορφή, εκτός του γάμου. Το αυστριακό νομοθετικό σώμα επέλεξε να δώσει στα ζευγάρια ίδιου φύλου αυτή τη δυνατότητα. Στο πλαίσιο της Νομοθεσίας Καταχωρημένης-Συμβιωτικής Σχέσης η οποία ετέθει σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2010 οι συντρόφισες-οι του ιδίου φύλου ήταν σε θέση να συνάψουν Καταχωρημένη Συντροφική Σχέση που τις-τους παρέχει καθεστώς παρόμοιο με το γάμο. Η νέα νομοθεσία που καλύπτει τόσο διαφορετικούς τομείς όπως αστικό και ποινικό δίκαιο, την εργασία, την κοινωνική νομοθεσία και την κοινωνικής ασφάλειας νομοθεσία, το φορολογικό δίκαιο, την νομοθεσία σχετικά με τις διοικητικές διαδικασίες, την προστασία προσωπικών δεδομένων και δημόσιες υπηρεσίες, τα διαβατήρια και τα θέματα καταχώρισης, καθώς και τη νομοθεσία για αλλοδαπές-ους.

81. Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 8, η τρίτη διάδικος της Κυβέρνησης υποστήριξε ότι, μολονότι νομολογία του Δικαστηρίου, όπως ίσχυε δεν θεώρησε πως οι σχέσεις ίδιου φύλου εμπίπτουν στην έννοια της "οικογενειακής ζωής", αυτό δεν θα πρέπει να αποκλείεται στο μέλλον. Παρ 'όλα αυτά το άρθρο 8, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να απαιτείται είτε η πρόσβαση σε γάμο ή η δημιουργία εναλλακτικών μορφών νομικής αναγνώρισης σχέσεων προσώπων του ιδίου φύλου.

82.Όσον αφορά την αιτιολόγηση για την διαφορετική μεταχείριση, η τρίτη διάδικος της Κυβέρνησης αμφισβήτησε το επιχείρημα των εναγόντων που προέρχονται από την απόφαση του Δικαστηρίου για την υπόθεση Karner. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο αποκλεισμός των ζευγαριών ίδιου φύλου από την προστασία που παρέχεται σε ζευγάρια διαφορετικού φύλου στην νομοθεσία ενοικιοστασίου δεν ήταν αναγκαστικά επίτευξη-δημιουργία νόμιμου σκοπού της προστασίας της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια. Το θέμα στην προκειμένη υπόθεση είναι διαφορετικό: αυτό που διακυβεύεται είναι το ζήτημα της πρόσβασης στο γάμο ή άλλη νομική αναγνώριση. Η αιτιολόγηση-δικαιολογία για αυτή τη συγκεκριμένη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ζευγαριών του ίδιου φύλου και ζευγαριών διαφορετικού φύλου προβλέπεται στο άρθρο 12 της ίδιας της Σύμβασης.

83. Τέλος, η τρίτη διάδικος της Κυβέρνησης υποστήριξε ότι στην Αγγλία, η Νομοθεσία για το Σύμφωνο Συμβίωσης 2004, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο 2005 εισήγαγε ένα σύστημα εγγραφής της Καταχωρημένης σχέσης για τα λεσβιακά ζευγάρια. Ωστόσο, η εν λόγω νομοθεσία θεσπίστηκε ως πολιτική επιλογή με στόχο την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας, ενώ δεν θεωρήθηκε πως η Σύμβαση επέβαλε μία θετική υποχρέωση να παρέχεται μια τέτοια δυνατότητα. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης η θέση αυτή υποστηρίχθηκε από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Courten κατά της Αγγλίας (αριθ. 4479/06, 4 Νοεμβρίου 2008).

84. Οι τέσσερις μη κυβερνητικές οργανώσεις που από κοινού έθεσαν τις παρατηρήσεις τις στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η σχέση του ιδίου φύλου συντροφισών-ων που συγκατοικούν εμπίπτει στην έννοια της "οικογενειακής ζωής", κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης. Σημείωσαν ότι το θέμα είχε μείνει σε εκκρεμότητα στην υπόθεση Karner (όπ.π., § 33). Ισχυρίστηκαν ότι μέχρι τώρα ήταν γενικά αποδεκτό ότι τα ζευγάρια ιδίου φύλου έχουν την ίδια ικανότητα να θεσπίζουν-δημιουργούν-έχουν μια μακροπρόθεσμη συναισθηματική και σεξουαλική σχέση όπως τα διαφορετικού φύλου ζευγάρια, ως εκ τούτου, έχουν τις ίδιες ανάγκες όπως τα ετερό ζευγάρια να αναγνωρίζεται νομικά η σχέση τις-τους.

85. Το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι το άρθρο 12 απαιτεί οι Συμβαλλόμενες Χώρες μέλη να χορηγούν πρόσβαση στο γάμο στα ζευγάρια του ίδιου φύλου, θα πρέπει να εξετάσει το ζήτημα αν υπήρχε υποχρέωση βάσει του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 για την παροχή εναλλακτικών μέσων νομικής αναγνώρισης της σχέσης του ίδιου φύλου.

86.Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που απάντησαν στο ερώτημα αυτό καταφατικά: πρώτον, εξαιρόντας στα ζευγάρια του ιδίου φύλου συγκεκριμένα δικαιώματα και οφέλη που συνδέονται με το γάμο (όπως για παράδειγμα το δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας) χωρίς τις-τους δίνει πρόσβαση σε οποιονδήποτε άλλο εναλλακτικό μέσο για να πληρούν τις προϋποθέσεις θα ισοδυναμούσε με έμμεση διάκριση (βλ. Θλιμμένου κατά της Ελλάδας [GC], όχι. 34369/97, § 44, ΕΔΑΔ 2000-IV). Κατά δεύτερο λόγο, συμφώνησαν με το επιχείρημα των εναγόντων που αντλείται από την υπόθεση Karner (όπ.π.). Τρίτον, διαβεβαίωσαν πως η κατάσταση της Ευρωπαϊκής συναίνεσης υποστηρίζει όλο και περισσότερο την ιδέα ότι οι Χώρες μέλη έχουν την υποχρέωση να παρέχουν, αν όχι την πρόσβαση σε γάμο, εναλλακτικούς τρόπους νομικής αναγνώρισης. Μέχρι τώρα σχεδόν το 40% έχουν νομοθεσία που επιτρέπει στα ζευγάρια του ιδίου φύλου την καταχώρηση των σχέσεων τους ως γάμο ή με άλλο όνομα (βλέπε σημεία 27-28 ανωτέρω). 




Βρίσκεστε στο Γ' μέρος για να βρεθείτε στο Δ' μέρος πατήστε εδώ
 

Την υπόθεση τη βρήκαμε και τη μεταφράσαμε από την www.echr.coe, στην http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?action=html&documentId=863118&portal=hbkm&source=externalbydocnumber&table=F69A27FD8FB86142BF01C1166DEA398649