7 Ιουν 2016
Νόμος Σεξουαλικής Επίθεσης, Αξιοπιστία και "ιδανικά" θύματα" 3
Οι καταγγέλλουσες οι οποίες φαίνεται να ζουν «επικίνδυνη» ζωή, ως εκ τούτου, θεωρούνται ότι έχουν αποτύχει να ασκήσουν προληπτικά μέτρα για την αποφυγή της σεξουαλικής επίθεσης και έχουν, εξ ορισμού, υπονομεύσει τη νομιμότητα των ισχυρισμών τις για την θυματοποίηση, μαζί με το δικαίωμά τις για παρέμβαση στην ποινική δικαιοσύνη. Με τα λόγια της Gotell, “[η απότομη κατάβαση στο χώρο του κινδύνου είναι ένα χαρακτηριστικό σε υποθέσεις που αφορούν Αβορίγινες γυναίκες, γυναίκες με εθισμούς, και άστεγες γυναίκες”. 64 Όχι συμπτωματικά, αυτές είναι συχνά οι πιο ευάλωτες και περιθωριοποιημένες γυναίκες. Αυτό είναι, στην πραγματικότητα, μια νέα άρθρωση ενός πολύ παλιού θέματος: κατηγορούν το θύμα σεξουαλικής επίθεσης για το τι έχει συμβεί σε αυτήν.
Προσδοκίες Αντίστασης, Συναίνεση, και "Ιδανικά" Θύματα Σεξουαλικής Επίθεσης
Είναι ίσως ακριβώς επειδή η "μεγάλη αντίσταση" δεν υπήρξε ποτέ επίσημα συνήθης νόμος ή νομική απαίτηση στο καναδικό νόμο που έχει αποδειχθεί ότι είναι μια τέτοια επίμονη και λοιμογόνος επιζώσα μεταρρύθμιση του νόμου. 65
Ένας θεμελιώδης τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες που δέχονται σεξουαλική επίθεση μπορούν να ξεφύγουν ή να ελαχιστοποιήσουν την κατηγορία για τις επιθέσεις τις είναι η επίδειξη σθεναρής αντίστασής εκ μέρους τις. Η αντίσταση αυτή αναμένεται να είναι λεκτική ή και σωματική, αν και η έμφαση στη σημασία της σωματικής αντίστασης φαίνεται να παραμένει στη λαϊκή φαντασία, καθώς μερτυρούν πρόσφατες μελέτες. 66 Στηρίζοντας το στερεότυπο του "ιδανικού" και "πραγματικού" θύματος σεξουαλικής επίθεσης, τότε, υποτίθεται ότι, όταν δέχεται σεξουαλική επίθεση, δέχεται βία, ή βιάζεται, μια γυναίκα που είναι πραγματικά απρόθυμη προφορικά ή και σωματικά να αντισταθεί στην επίθεση ή στον καταναγκασμό ή στο ανεπιθύμητο σεξ. Όχι μόνο θα πρέπει τα "ιδανικά" θύματα να αντιστέκονται, αλλά αυτή η αντίσταση θα πρέπει επίσης να είναι εμφανής ή ικανή να αποδεικνύεται με κάποιο τρόπο ώστε να παρέχει την επικύρωση της μη-συνενοχής. Αυτό δεν έχει μόνο μια κοινωνική προσδοκία, αλλά έχει επίσης ενσωματωθεί ιστορικά στις νομικές απαιτήσεις. 67 Έχει επιμείνει στη δικαστική συζήτηση της νομολογίας της σεξουαλικής επίθεσης, και, ίσως το πιο σημαντικό είναι, ότι επιμένει στις ευρείες λαϊκές αντιλήψεις και υποθέσεις γύρω από τη σεξουαλική επίθεση. 68
Ο νόμος στον Καναδά ποτέ δεν απαίτησε επίσημα απόδειξη της αντίστασης σε μια ποινική υπόθεση σεξουαλικής επίθεσης, καθώς και οι νομικές και δογματικές εξελίξεις ήταν θετικές σε αυτό το επίσημο μέτωπο. Στην υπόθεση R. v. Μ (M.L.), για παράδειγμα, σε μια προφορική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Καναδά, ομοφώνως το Δικαστήριο έκρινε ότι το Εφετείο της Nova Scotia, υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι ένα θύμα σεξουαλικής επίθεσης "απαιτείται να προσφέρει κάποια ελάχιστη λέξη ή χειρονομία της ένστασης” και υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η "έλλειψη αντίστασης πρέπει να εξομοιωθεί με συγκατάθεση”, αποκαθιστώντας έτσι την καταδίκη του δράστη. 69 Με άλλα λόγια, το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά ορίζει ότι η αντίσταση δεν ήταν υποχρεωτικό πως αποδεικνύει μια σεξουαλική επίθεση. Παρ' όλα αυτά, όπως παρατήρησε η Elizabeth Sheehy, [τ] ην ίδια στιγμή που ο νόμος του βιασμού έχει υποστεί τέτοια σημαντική δογματική αλλαγή ... η αναζήτηση για αντίσταση των γυναικών στη βία συνεχίζεται, έτσι ώστε ακόμη και η απαίτηση εύλογων μέτρων έχει υπονομευθεί από μια αναδυόμενη εξαίρεση της "ασυνείδητης γυναίκας". 70
Η έρευνα της Sheehy εξέτασε στρατηγικές υποθέσεις για το νόμο, στην pre-R. κατά Ewanchuk, η οποία ασχολείται με σεξουαλικές επιθέσεις που διαπράττονται κατά αναίσθητων και σε κατάσταση μέθης καταγγελουσών, και εκτίθενται οι τρόποι με τους οποίους η προσδοκία της αντίστασης στο βιασμό εξακολουθεί να υποστηρίζεται από τις δικηγορίνες-ους και τις δικαστίνες-ές, ακόμη και από γυναίκες που είναι ανίκανες κατά τη στιγμή των επιθέσεων και ως εκ τούτου ανίκανες να συναινέσουν. 71 Με βάση την ανάλυση της για τις υποθέσεις αυτές, η Sheehy πειστικά υποστήριξε και απέδειξε ότι “η απόδειξη της μεγάλης αντίστασης μιας γυναίκας στο βιασμό εξακολουθεί να διαδραματίζει καίριο ρόλο στην εκδίκαση της ποινικής δίωξης, παρά τις πολλές αλλαγές που επιτυγχάνονται στο νομικό δόγμα με το κίνημα των γυναικών και τις διακηρύξεις των δικαστικών για το αντίθετο”. 72
Θα μπορούσε καμιά να ελπίζει ότι η βασική υπόθεση της Ewanchuk, η οποία αποφασίστηκε μετά την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε από την Sheehy, θα είχε οριστικά στηρίξει την εσφαλμένη υπόθεση ότι η έλλειψη αντίστασης μπορεί να ισούται με συναίνεση. Στην Ewanchuk, το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά διευκρίνισε το σημαντικό νόμο της συναίνεσης, καταγγέλλοντας τη δυνατότητα υπεράσπισης της «σιωπηρής συναίνεσης» και ορίζει ότι η παθητικότητα, η σιωπή, ή ασάφεια δεν μπορούν να ληφθούν ως έγκριση. Αποφάσεις σεξουαλικής επίθεσης μετά την υπόθεση Ewanchuk, ωστόσο, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν εξ ολοκλήρου αυτήν την ελπίδα. 73 Μερικά παραδείγματα από την αναφερόμενη νομολογία σχετικά με τις σεξουαλικές επιθέσεις στις προσωπικές σχέσεις απεικονίζουν την τάση, από την πλευρά ορισμένων δικαστίνων-ών, να περιμένουμε τις αποδείξεις που να δείχνουν τη σαφή ή την ικανοποιητική αντίσταση εκ μέρους της προσφεύγουσας στις ανεπιθύμητες σεξουαλικές προόδους και εισβολές του κατηγορούμενου. Με άλλα λόγια, η έλλειψη αποδείξεως της αντίστασης, συνήθως σωματική αντίσταη, φαίνεται να υπονομεύει την αξιοπιστία της περιγραφής της προσφεύγουσας και, σε δύο υποθέσεις που αναφέρονται ως παραδείγματα αργότερα σε αυτό το άρθρο, φαίνεται να στηρίζει την υπεράσπιση της “ειλικρινούς, αλλά λανθασμένης" πίστης στην συναίνεση που προωθείται από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Αυτό υποδηλώνει ότι οι δικαστίνες-ές που εκδικάζουν αυτές τις δίκες αναμένουν επίσης ότι αν η σεξουαλική επαφή που οι προσφεύγουσες περιγράφουν ήταν πραγματικά ανεπιθύμητη οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι αγωνίστηκαν με κάποιο τρόπο ή σωματικά για να βγουν από αυτή την κατάσταση.
Στην R. v.T.V., για παράδειγμα, το γεγονός ότι η γυναίκα παρέμεινε στο ίδιο δωμάτιο με τον σύζυγό της προφανώς λειτούργησε για να διατυπώσει τη συγκατάθεσή της για τη σεξουαλική επαφή, τόσο για τον κατηγορούμενο όσο και για το δικαστήριο. 74 Με τα λόγια της Δικαστίνας Lesley M. Baldwin, [ε]ίναι λογικό να συμπεράνουμε ότι σκέφτηκε ότι ήταν συναινετικό όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι, αφού είχε γίνει γνωστό ότι ήθελε να κάνει έρωτα μαζί της. Εκείνη δεν έκανε καμία προσπάθεια να μην συμμετάσχει ή να εγκαταλείψει το δωμάτιο. Έχοντας το πλεονέκτημα να ακούσω την προσφεύγουσα να μαρτυρά για τρεις ημέρες, είμαι πεπεισμένη ότι η προσφεύγουσα είναι μια δυναμική και ισχυρογνώμων γυναίκα. Η αποτυχία της να φύγει απλά από το δωμάτιο δεν ήταν αξιόπιστη να εξηγήσει τα αποδεικτκά της στοιχεία. 75
Αυτό το απόσπασμα από τις αιτίες της αθωωτικής απόφασης για τον κατηγορούμενο αποδεικνύει την πεποίθηση της δικαστίνας-η ότι η προσφεύγουσα δεν κατάφερε να αντισταθεί στην ανεπιθύμητη σεξουαλική επαφή, και αυτή η έλλειψη αντίστασης υποστηρίζει κατά κάποιο τρόπο μια “τίμια αλλά λάθος" πίστη συναίνεσης, ακόμη και στο πρόσωπο της προσφεύγουσας επαναλαμβάνεται η λεκτική επικοινωνία της μη συναίνεσης. Το γεγονός ότι η προφεύγουσα είχε θεωρηθεί από την δικαστίνα-ή ως "διεκδικητική" και "ισχυρογνώμων" φαίνεται να προκύπτει από το ότι η δικαστίνα-ής πίστευε, ως εκ τούτου, ότι η γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να “μην συμμετάσχει” ή “να φύγει από το δωμάτιο”, προκειμένου να ανατρέψει τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου και άρα πίστεψε πως υπήρχε συναίνεση.
Σε μια άλλη υπόθεση, R. v. RV, η οποία ευτυχώς διορθώθηκε (έστω και ελάχιστα) στο Εφετείο του Οντάριο, η σαφής λεκτική και σωματική αντίσταση μιας γυναίκας στην ανεπιθύμητη σεξουαλική επαφή στην οποία αναγκάστηκε από το σύζυγό της εξαφανίζεται από τις δύο αποφάσεις των δικαστίνων-ων κατώτερου δικαστηρίου. 76 Στα περιστατικά στην υπόθεση R.V. οι στρατηγικές αντίστασης που έγιναν το θέμα των κατηγοριών σεξουαλικής επίθεσης αποδεικνύουν ότι λεκτικά και με σαφήνεια δηλώθηκε στον (εν διαστάσει) σύζυγός της ότι δεν ήθελε να κάνει σεξ μαζί του. Όχι μόνο τον ώθησε σωματικά μακριά της, αλλά επίσης εμφανώς αναστατώθηκε και ύψωσε τη φωνή της για τα γεγονότα που τέθηκαν στις αποδείξεις και μάλιστα σημειώνονται στην απόφαση προφανως ακόμα δεν έχουν παρατηρηθεί ή κατανοηθεί από την δικαστίνα-ή. 77 Με άλλα λόγια, δύο διαφορετικές δικαστίνες-ές απέτυχαν να αναγνωρίσουν τις στρατηγικές σαφέστατης αντίστασης της προσφεύγουσας επικοινωνόντας την άρνηση συγκατάθεσης σε κάθε σεξουαλική επαφή με το σύζυγό της. Ως αποτέλεσμα, αυτές οι δικαστίνες-ές παρέλειψαν να εφαρμόσουν σωστά το νόμο που διέπει τη σεξουαλική επίθεση, η ανάρμοστη εφαρμογή της "ειλικρινούς, αλλά λανθασμένης" πίστης στη συναίνεση της υπεράσπισης του κατηγορουμένου, με τον τρόπο αυτό η διάπραξη του τι το Εφετείο περιγράφει ως "σοβαρή πλάνη περί το νόμο”. 78
Ένα σημαντικό σώμα της έρευνας, όχι μόνο της νομολογίας σχετικά με τη σεξουαλική επίθεση, αλλά και της έρευνας των κοινωνικών επιστημών, αποδεικνύει την επιμονή να κρατήσει την προσδοκία της αντίστασης το μυαλό του κοινού και, πράγματι, στο μυαλό των νομικών παικτών, κατά την εκτίμηση της γνησιότητας της αναφοράς της σεξουαλικής επίθεσης. 79 Η προσδοκία της αντίστασης συνδέεται επίσης με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι εμφανή τραύματα θα συνοδεύσουν συνήθως τον "πραγματικό" βιασμό, επιβεβαιώνοντας έτσι την περιγραφή του θύματος. 80 Εμπειρικές μελέτες στην Αγγλία έχουν αποδείξει την «επιμονή της εξαναγκαστικής απαίτησης-αν όχι να αποτελούν το αδίκημα του βιασμού τότε σίγουρα να ενεργεί ως απαραίτητη επιβεβαίωση της περιγραφής της προσφεύγουσας, χωρίς την οποία συχνά αισθάνθηκε ότι η καταδίκη θα είναι ανασφαλής". 81 Και πάλι, το θεμελιώδες ζήτημα περιστρέφεται γύρω από την αξιοπιστία της προσφεύγουσας, περιλαμβανομένου του κατά πόσο ή όχι αυτή εχει συναινέσει -στο αν μπορεί να αποδείξει ότι αντιστάθηκε, και όσο πιο έντονη η αντίσταση τόσο το καλύτερο, το πιο πιθανό είναι ότι “πραγματικά” βιάστηκε.
Η παραδοχή, και μάλιστα η προσδοκία, της αντίστασης στηρίζεται σε μια σειρά από στερεότυπα, εσφαλμένων υποθέσεων, και παρεξηγήσεων σχετικά με τη σεξουαλική επίθεση. Κατέχει εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών η στερεότυπη άποψη της σεξουαλικής επίθεσης ως κάτι εις βάρος μιας γυναίκας από έναν ξένο. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, όταν ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπη με ένα βιαστή, μια γυναίκα θα αγωνιστεί, θα αντεπιτεθεί και κατηγορηματικά θα αντισταθεί στην επίθεση, με τον τρόπο αυτό «αποδεικνύει» την έλλειψη της συναίνεσης στη σεξουαλική επαφή. Αλλά, φυσικά, όπως έχει αποδείξει με συνέπεια η βιβλιογραφία της έρευνας επί σειρά δεκαετιών και σε μια ποικιλία των δικαιοδοσιών, η πλειοψηφία των σεξουαλικών επιθέσεων διαπράττονται σε βάρος των γυναικών από άνδρες οι οποίοι είναι γνωστοί σε αυτές. 82 Στην πραγματικότητα, για να πάρετε μια αίσθηση της κλίμακας της έμφυλης βίας ειδικά στις προσωπικές σχέσεις, μια μελέτη δέκα χωρών στην υγεία των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας που πραγματοποιήθηκε από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας διαπίστωσε ότι «[α]πό 15% ως και 71% των γυναικών ανέφεραν σωματική ή σεξουαλική βία από τον σύζυγο ή τον σύντροφο”. 83 Βεβαίως, ένα τέτοιο πλαίσιο σχέσεων εντός του οποίου συμβαίνουν πράγματι πολλές σεξουαλικές επιθέσεις οι δυναμικές αυτής της βίας είναι σημαντικά διαφορετικές, μαζί με τις έννοιες της, και τις δυνατότητες για, αντίσταση.
Αναμφισβήτητα, μερικές γυναίκες έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά από αγνώστους. Αυτό το είδος της επίθεσης, ωστόσο, είναι αποδεδειγμένα μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Μερικές γυναίκες, επίσης, αναμφισβήτητα, έχουν αντισταθεί σωματικά στη σεξουαλική επίθεση πολύ γενναία-έντονα ακόμα και σε επικίνδυνο βαθμό. Ωστόσο, ακόμη και σε επίθεση από αγνώστους, ορισμένες γυναίκες μπορεί να επιλέξουν να μην αντισταθούν σωματικά, επειδή, για παράδειγμα, μπορεί να αισθάνονται ότι η ασφάλειά τις, και ίσως ακόμη και η ζωή τις, προστατεύονται καλύτερα με το να μην αντιστέκονται. Επιπλέον, ορισμένες γυναίκες μπορεί να μην αντιστέκονται σωματικά, επειδή, κατά την επίθεση, δέχονται διείσδηση ή εκφοβίζονται, η ψυχολογική αντίδραση τις είναι να διαχωριστούν, η οποία είναι ένα άλλο συγκρότημα αυτο-προστατευτικού μηχανισμού αντιμετώπισης. Ο διαχωρισμός είναι ένας ψυχολογικός μηχανισμός άμυνας που κάνει την αφόρητη και την απειλητική κατάσταση βιώσιμη ψυχολογικά. 84 Ο διαχωρισμός είναι μια ιδιαίτερα τυπική απάντηση σε μια κατάσταση σεξουαλικής επίθεσης για γυναίκες και άνδρες, οι οποίες-οι έχουν προηγουμένως τραύματα σεξουαλικής επίθεσης κακοποίησης από την παιδική ηλικία τις. 85
Ο διαχωρισμός επίσης αυξάνει την ευπάθεια θυματοποίησης, διότι όταν διαχωρίζεται ή αποσυνδέεται από μια εμπειρία, ένα άτομο είναι λιγότερο πιθανό να αυτο-προστατευτεί ή είναι σε θέση να αντισταθεί. 86 Και η επαναθυματοποίηση, ή η επαναλαμβανόμενη εμπειρία της σεξουαλικής θυματοποίησης, μπορεί η ίδια, κατά παράδοξο τρόπο, να θεωρηθεί, από νομικής άποψης ότι υπονομεύει την αξιοπιστία του θύματος. Αντί για κατανόηση στην επαναθυματοποίηση ως ένδειξη τόσο του επιπολασμού όσο και τη συνήθη σεξουαλική βία στην κοινωνία μας, και την κατανόηση της πολυπλοκότητας μιας πρώιμης εμπειρίας της σεξουαλικής επίθεσης, ειδικά στη παιδική ηλικία, αυξάνει την ευπάθεια σε μελλοντική σεξουαλική βία, το νομικό πλαίσιο αντιμετωπίζει την ενδεχόμενη επαναθυματοποίηση ως εάν οι επαναλαμβανόμενες εμπειρίες της σεξουαλικής βίας να είναι κατά κάποιο τρόπο κάτι ενδεικτικό για το ίδιο το θύμα που την κάνει πιο αξιοκατάκριτη σε σχέση με τη βία που ασκείται εναντίον της.
Η αντίσταση σεξουαλικής επίθεσης, στη συνέχεια, είναι πιο σύνθετη και πολυεπίπεδη πέραν της απλής σωματικής πάλης. Η Karen G. Weiss επισημαίνει ότι ακόμα και τα «καλά κορίτσια» που συμμορφώνονται με τους παραδοσιακούς κώδικες της γυναικότητας μερικές φορές θεωρούνται υπεύθυνες για τη σεξουαλική επίθεση εξ' αιτίας της χρήσης φεμινιστικότητας ή παθητικότητας, ως μεθόδους αντίστασης κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης, καθώς παραμένουν παγωμένες ή "υποκύπτουν”. 87
Ο δεδομένος λεπτομερής έλεγχος στη σωματική αντίσταση των γυναικών κατά τη σεξουαλική επαφή είναι συνδεδεμένος με την ιδέα ότι οι γυναίκες επιθυμούν κρυφά τη σεξουαλική επαφή ή δεν συνειδητοποιούν ότι "τη θέλουν". Επίσης, συνδέεται με το μύθο ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να λένε ψέματα για τον βιασμό και ωθούν ψευδείς αναφορές βιασμού για να προστατεύσουν τη φήμη τις ως «καλές» και ως εκ τούτου μη "ασύδοτες" σεξουαλικά.
Η ικανότητα των γυναικών να αντισταθούν στην ανεπιθύμητη σεξουαλική επαφή, ειδικά στις προσωπικές τις σχέσεις ή και στις σχέσεις τις με τους άνδρες σε θέσεις εξουσίας, είναι επίσης ριζικά υπονομευμένη από τις προσδοκίες και την κοινωνικοποίηση γύρω από τις παραδοσιακές έννοιες και τις πρακτικές της γυναικότητας. Ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της παραδοσιακής γυναικότητας είναι η ένδειξη σεβασμού προς την ανδρική εξουσία και τη διευκόλυνση των αναγκών των άλλων πάνω από τις ανάγκες της ίδιας της γυναίκας. Επιπλέον, σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, όπου το δικαίωμα των ανδρών να έχουν πρόσβαση στα σώματα των γυναικών νομιμοποιείται και ενισχύεται, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τις γυναίκες, ιδίως στα πλαίσια μίας σχέσης, να αντισταθούν στη σεξουαλική επαφή που είτε δεν θέλουν ή για την οποία είναι διφορούμενες.
Μερικές φορές, όμως, η αντίσταση των γυναικών, αν και προς το παρόν, παραμένει αόρατη και μη αναγνωρισμένη, λόγω περιορισμένης και μερικής κατανόησης του τι είναι η αντίσταση πραγματικά και τις πολλές διαφορετικές καθώς και τις δημιουργικές μορφές της. 88 Η αντίσταση των γυναικών στη σεξουαλική βία, και την έμφυλη βία ευρύτερα, περιλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης, πρέπει να εκληφθεί ως ένας τρόπος διαπραγματευτικής ισχύος στο πλαίσιο μιας άνισης σχέσης. Τέτοια αντίσταση είναι πάντα σχετική με την έκφραση δράσης στο πλαίσιο των αντιποίνων. Με αυτόν τον τρόπο, η αντίσταση των γυναικών στη σεξουαλική βία διαμορφώνεται από τη φύση αυτής της θυματοποίησης, όπως είναι δομημένη και βιωμένη ταυτοχρόνως σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο. Αυτή η αντίσταση είναι κινούμενη από μια σειρά ωθήσεων, μεταξύ των οποίων η οργή, ο φόβος, η περιφρόνηση, οδηγεί στην αυτοάμυνα και στην αυτοσυντήρηση, και σε μια σφοδρή αντίθεση να ελέγχεται, να παραβιάζεται, και να κυριαρχείται. Είναι πάντα μια άρνηση εξουσίας που εκφράζεται μέσα από την επιβολή της σεξουαλικής βίας, και είναι πάντα μια άρνηση να παραχωρήσει τον έλεγχο.
Παρά την επιτακτική ανάγκη να κατανοήσουμε τους ποικίλους και πολύπλοκους μηχανισμούς αντιμετώπισης των γυναικών στη σεξουαλική βία, τέτοιοι μηχανισμοί, συμπεριλαμβανομένης της οργής, είναι πάρα πολύ συχνά οι αντιδράσεις των θυμάτων σεξουαλικής επίθεσης που δεν γίνονται ανεκτές και μπορεί να προκαλέσουν αρνητική αντίδραση ή να οδηγήσουν σε αρνητικό συμπέρασμα στο στάδιο της επεξεργασίας σε σχέση με την αξιοπιστία. Στην πραγματικότητα, ο θυμός ως μια στρατηγική αντίστασης αντιθέτως αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Για παράδειγμα, μια υπόθεση σεξουαλικής επίθεσης στον Καναδά, η οποία είναι πλέον πολύ γνωστή, Jane Doe κατά Επιτρόπων της Αστυνομίας Metropolitan (Δήμου) του Τορόντο, επεξηγούν αυτήν την αρνητική μεταχείρηση του θυμού ως μηχανισμού αντιμετώπισης σεξουαλικής επίθεσης. 89 Στην πολιτική αγωγή μετά την ποινική καταδίκη του βιαστή, η προσφεύγουσα μήνυσε επιτυχώς την αστυνομία για αμέλεια και για παραβίαση της Χάρτας των δικαιωμάτων όσον αφορά την κακή ποιότητα έρευνας του βιασμού της. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δίκης, υπέπεσε σε εκτενή παθολογικοποίηση από την συνήγορο του αντιδίκου (Δήμου) για διάφορες στρατηγικές της αντιμετώπισης και αντίστασης καθ' όλο το βάσανο της. Ακόμη και η προκλητική και η πράξη αναζήτησης δικαιοσύνης η επιδίωξη της πολιτικής αγωγής να δικαιώσει την παραβίαση των δικαιωμάτων της παθολοποιήθηκε από ψυχίατρο που ορίσθηκε από τον αντίδικο, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η Jane Doe “υποκρινόταν” και ότι η πολιτική αγωγή θα μπορούσε να το θεωρήσει ως μέρος μιας παρατεταμένης ψυχολογικής διαταραχής. 90
Ενώ η προσφεύγουσα επικράτησε της πολιτικής αγωγής, το θέμα είναι ότι η προσδοκία ενός συγκεκριμένου είδους αντίστασης όπου αυτο-προστατευτικά μέτρα λαμβάνονται κατά της "ξένης οργής" -ήταν ζωντανή και καλά στη δίκη, με εμφανείς τις επανειλημμένες υποδείξεις από τον συνήγορο του κατηγορουμένου που ήταν ενήμερος για την "αστική γυναικότητα" θα έπρεπε να λάβει καλύτερα προληπτικά μέτρα για να εξασφαλίσει το διαμέρισμά της από τους εισβολείς. 91 Ωστόσο, οι ποικίλες στρατηγικές αντίστασης που πραγματικά υιοθετήθηκαν από την γυναίκα που την τρομοκρατούσε και στη συνέχεια βιάστηκε από τον λεγόμενο «βιαστή του μπαλκονιού", η οποία περιελάμβανε την ανάληψη δράσης στην κοινότητα, οργανώνοντας και κινήθηκε ως πολιτική αγωγή για να κρατήσει την αστυνομία υπόλογη, δεν αναγνωρίστηκαν ως υγιής αντίσταση και αντ' αυτού παρουσιάστηκε ως προβληματική και παθολογική. 92
Πιο συχνά από ό,τι όχι, πράγματι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι γυναίκες αντιστέκονται στη σεξουαλική βία, συχνά με πρωτότυπους και έμμεσους τρόπους. 93 Οι κοινωνικές και νομικές αντιλήψεις για το τι συνιστά αντίσταση, όμως, είναι πάρα πολύ περιοριστικές και στερεοτυπικές. Δεδομένου του περιορισμένου εύρους των αναγνωρισμένων και νομιμοποιημένων στρατηγικών αντίστασης, οι οποίες συνήθως περιορίζονται στη σωματική μάχη, στο πολύπλοκο και ποικίλο σύνολο των τρόπων με τους οποίους οι γυναίκες αγωνίζονται ενάντια, αντεπιτίθενται, αποφεύγουν, αντιμετωπίζουν, και το να διαπραγματεύονται τις μορφές σεξουαλικής βίας εναντίον τις, συχνά δεν αναγνωρίζονται, ακόμη και από τις ίδιες τις γυναίκες. Δεδομένου του περιορισμένου εύρους των αναγνωρισμένων και νομιμοποιημένων στρατηγικών αντίστασης, οι οποίες συνήθως περιορίζονται στη σωματική μάχη, στο πολύπλοκο και ποικίλο σύνολο των τρόπων με τους οποίους οι γυναίκες αγωνίζονται ενάντια, αντεπιτίθενται, αποφεύγουν, αντιμετωπίζουν, και το να διαπραγματεύονται τις μορφές σεξουαλικής βίας εναντίον τις, συχνά δεν αναγνωρίζονται, ακόμη και από τις ίδιες τις γυναίκες. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι οι πραγματικές στρατηγικές αντίστασης των γυναικών είναι πολύπλοκες, ποικίλες, δημιουργικές, συχνά λεπτές, και πάντα σε συγκεκριμένο πλαίσιο.
Παραδόξως, η απόδειξη της αντίστασης σε ανεπιθύμητο σεξ δεν αναμένεται μόνο για την πιστοποίηση της αυθεντικότητας της ιστορίας του θύματος στην ποινική δίκη, αλλά αυτή η αντίσταση μπορεί πλέον να αναμένεται να αναπαραχθεί ενώ η γυναίκα θύμα σεξουαλικής επίθεσης να υποστεί επιθέσεις για την αξιοπιστία της από την συνήγορο του δράστη. Η Wendy Larcombe παρουσιάζει τους τρόπους με τους οποίους η προσφεύγουσα θύμα-μάρτυρας σε δίκη βιασμού πρέπει να είναι σε θέση να αντισταθεί και να αντιταχθεί στις προσπάθειες του αντιδίκου να τη διασύρει, να την σεξουαλοποιεί, ή αλλιώς να τη δυσφημήσει, προκειμένου να μην αποδείξει την ειλικρίνεια και την μη συναίνεση της. Με άλλα λόγια, αυτή η αντίσταση είναι απαραίτητη για την ικανότητά της να αποδείξει ότι δεν έχει συναινέσει. Η Larcombe περιγράφει τη δυναμική γύρω από τη μαρτυρία μιας προσφεύγουσας σε δίκη βιασμού ως εξής: [Α]ν αυτή μπορεί να αντέξει υπό πίεση, αν μπορεί να αντέξει τις σαγηνευτικές ή και επιθετικές προσπάθειες του συνηγόρου του αντιδίκου-δράστη να επιβάλει μια εναλλακτική, κανονιστική περιγραφή, αν μπορεί να αντισταθεί στις προσπάθειες τους να πάρουν τον έλεγχο και να καθορίσουν την πορεία των γεγονότων, αν μπορεί να ακολουθήσει την εκδοχή της για το τι συνέβη και να είναι σαφής για το τι είπε, αισθάνθηκε και ήθελε – αντιμετωπίζοντας όλες τις ρητές και υπολογισμένες προσπάθειες να σκοντάψει (να της βάζουν τρικλοποδιές)- που θα έχει εκπροσωπήσει την εαυτή της όχι μόνο ως πειστική και αξιόπιστη μαρτυρία, αλλά, το πιο σημαντικό, την αντίσταση στη θυματοποίηση ως γυναικείο θέμα. 94
Με τον τρόπο αυτό, βλέπουμε τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνική και νομική απαίτηση για τα θύματα να αποδείξουν αντίσταση κατά τη στιγμή της επίθεσης που να αναγνωρίζεται και κατά τη στιγμή της δίκης είναι στενά συνδεδεμένη με την αντίληψη των ισχυρισμών της ότι στ' αλήθεια δεν έχει συναινέσει.
Παρά τις τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου του Καναδά που απαγορεύει το συμπέρασμα ότι η αποτυχία να αντισταθεί συμποσούται ως συναίνεση, ως απόδειξη σθεναρής αντίστασης των γυναικών στη σεξουαλική επίθεση συχνά παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη στο να αποδείξει τη σεξουαλική επίθεση. Επισήμως, ο νόμος αναγνωρίζει την πλάνη που ενυπάρχει σε αυτή την προσδοκία, ο οποίος τεκμαίρεται ότι έχει επανορθώσει με την στροφή προς το πρότυπο καταφατικής συναίνεσης. Ο καναδικός νόμος σεξουαλικής επίθεσης έχει προχωρήσει σημαντικά σε ένα νομικό πρότυπο που απαιτεί ότι, όταν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται μια “έντιμη πεποίθηση" συναίνεσης, θα πρέπει να αποδείξει ότι έλαβε τα “εύλογα μέτρα” για να ελέγξει την συναίνεση και πρέπει περαιτέρω αποδείξει ότι αυτή η “ειλικρινής πίστη" έχει έναν “αέρα πραγματικότητας”. 95 Ωστόσο, παρά την καναδική νομική μεταρρύθμιση στο νόμο σεξουαλικής επίθεσης σε σχέση με τη συναίνεση, το βάρος της απόδειξης και της αξιοπιστίας της συναίνεσης στην πράξη παραμένει στο θύμα και παίζει συχνά με επιβλαβής και μεροληπτικούς τρόπους. Η επιμονή στην ιδέα ότι τα “πραγματικά” θύματα σεξουαλικής επίθεσης αντιστέκονται παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με το μύθο ότι τα "ιδανικά" ή "πραγματικά" θύματα μπορούν να αποδείξουν το καθεστώς της θυματοποίησης τις και να καθιερώσουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών του βιασμού τις, αποδεικνύοντας ότι αντιστάθηκαν στην επίθεση και ότι η αντίσταση τις πήρε μια κοινωνικά αναμενόμενη μορφή, κατά προτίμηση με έντονη ανταπόδοση σωματικής πάλης.
Εξαφανίζοντας τους δράστες
Ίσως το πιο θεμελιώδες, στην εστίαση και στην ενασχόληση με, τις αντιδράσεις των γυναικών στη σεξουαλική επίθεση, ή, για αυτό το θέμα, για οποιαδήποτε μορφή έμφυλης βίας, τίθεται το ερώτημα γιατί η βία κατά των γυναικών εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο. Η ερώτηση αυτή αντικατοπτρίζει την επικέντρωση στα θύματα και στον αποκλεισμό επικέντρωσης στους δράστες. Διευκολύνοντας την αντίσταση των γυναικών στη σεξουαλική βία ως μέρος του σχεδίου για την ανάπτυξη ενός διευρυμένου χώρου της αυτονομίας και της δυνατότητας των γυναικών να δρουν στη ζωή είναι προφανώς σημαντικό. Το μεγαλύτερο ερώτημα με το οποίο θα έπρεπε να αγωνίζεται η κοινωνία μας, ωστόσο, είναι γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί άνδρες που διαπράττουν πράξεις σεξουαλικής και σωματικής βίας κατά των γυναικών, ποιες είναι οι κοινωνικές καθώς και οι μεμονωμένες περιστάσεις που προκαλούν ή συμβάλλουν σε αυτό το πρόβλημα, και τι μπορεί να γίνει για να σταματήσει αυτή η εκτεταμένη βία. Ως εκ τούτου, αντί να εστιάζει στη γυναίκα θύμα, πρέπει επίσης να δοθεί προσοχή στον ίδιο τον δράστη, μαζί με τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά πλαίσια που παράγουν τόσους πολλούς άνδρες που διαπράττουν πράξεις σεξουαλικής εισβολής, επιθετικότητας και βίας κατά των γυναικών.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές έννοιες μέσω των οποίων η γλώσσα αντανακλά και ενισχύει τις σχέσεις της κοινωνικής κυριαρχίας συμβαίνει με τη συστηματική απόκρυψη των σχέσεων εξουσίας. 96 Συγκεκριμένα, η ανθρώπινη δράση πίσω από τη βία που συμβαίνει στις γυναίκες από τους άνδρες είναι συνήθως ασαφής μέσα από ορολογίες που χρησιμοποιούνται πιο συχνά όταν αναφερόμαστε σε αυτήν, καθορίζει και περιγράφει αυτή τη βία. Κατά ειρωνικό τρόπο, στη συνέχεια, δεν είναι μόνο η δράση και η αντίσταση στην σεξουαλική βία που συνήθως επισκιάζει τις γυναίκες, αλλά και η δράση των ανδρών όσον αφορά την ευθύνη τους για την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων σεξουαλικής βίας που επίσης καθίσταται αόρατη.
Αυτή η απογύμνωση μακριά από την έμφυλη ανθρώπινη δράση πίσω από τη βία των ανδρών κατά των γυναικών και των κοριτσιών, είναι εντυπωσιακά εμφανής στη λαϊκή συζήτηση για το θέμα, περιλαμβανομένων των περισσότερο σημαντικών να παρουσιάζονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα αυτού του μέγιστου φαινομένου, φαίνεται να είναι μια ιδιαίτερη τάση περιγραφής των εμπειριών των γυναικών των διαφόρων μορφών βίας από τους άνδρες από την άποψη της ταλαιπωρίας ότι τις “καταδιώκει” κάποιου είδους άγνωστη απειλή. Ένα δείγμα τίτλων ειδήσεων δηλώνουν: "Ο βιασμός και Δολοφονίες Καταδίωξης στις Παιδικές χαρές της Νότιας Αφρικής," 97 "Καταδιωκτική Ενδοοικογενειακή Βία στις Γυναίκες του Μεξικού", 98 "Καταδιωκτικές Δολοφονίες και Ακρωτηριασμοί 99 100 στις γυναίκες της Γουατεμάλα", "Βία, Καταδιωκτικός Θάνατος των Γυναικών στο Νταρφούρ”, και “Καταδιωκτικοί Βιασμοί και Φόνοι Γυναικών στο βόρειο Μεξικό”. 101 Ένας τίτλος στην Globe and Mail, σχετικά με τις συζητήσεις για τη βία που πραγματοποιήθηκε σε μια Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τις Γυναίκες στο Πεκίνο, η Κίνα, συζήτησε για την παγκόσμια κλίμακα των έμφυλων σεξουαλικών θηριωδιών που οι άνδρες διαπράττουν κατά των γυναικών, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, των σωματικών ξυλοδαρμών και δολοφονιών, δηλώνοντας στην επικεφαλίδα της: "Η Καταδιωκτική Βία στις Γυναίκες Παγκοσμίως”. 102
Αυτή η γλώσσα και αυτού του είδους οι περιγραφές την κάνουν να εμφανίζεται σαν η βία “καταδίωξης-κυνηγιού” γυναικών, να είχε τη δική της οντότητα, ένα χωρίς μορφή, άφυλο μη ανθρώπινο πράγμα με σιωπηλά ανοδική πορεία σε γυναίκες θύματα και τυχαίες επιθέσεις που δέχονται. Μέσα σε μια τέτοια κατασκευή, η βία κατά των γυναικών παρουσιάζεται ως αφηρημένη αυθύπαρκτη δύναμη, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη δράση, απογυμνωμένη από κάθε πρόβλεψη-μια ελεύθερη διακύμανση της ύπαρξης σαν κάποιο είδος αερομεταφερόμενης ασθένειας που απειλεί τις γυναίκες σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός ότι τόση βία κατά των γυναικών που διαπράττεται από άνδρες οι οποίοι είναι οικείοι-γνωστοί τις ωθούνται μακρυά και, γενικότερα ακόμα, οι δράστες αυτών των μορφών έμφυλης βίας είναι αποτελεσματικοί στο να εξαφανίζονται.
Σε άρθρο της που ασχολείται με την πολιτική πρόληψης βιασμού, η Rachel Hall δίνει κάποια σχετικά σημεία σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι αναπαραστάσεις του βιασμού σε εκστρατείες εκπαίδευσης και ενημέρωσης του κοινού, παραδόξως, συχνά κατασκευάζουν τις γυναίκες ως ευάλωτα άτομα σε μια απάνθρωπη-βία οι οποίες πρέπει να εξασκηθούν στη προσοχή και στην αυτοπροστασία. Η Hall προσδιορίζει τους τρόπους με τους οποίους οι εκστρατείες πρόληψης βιασμού τείνουν να αναδείξουν τον σημαντικό αριθμό των γυναικών που δέχονται επίθεση και βασίζονται σε στατιστικές για να τρομάξουν τις γυναίκες να αναλάβουν δράση ώστε να ενισχύσουν τη δική τις ασφάλεια, όλο αυτό το διάστημα υπάρχει εκτροπή της προσοχής μακριά από το ζήτημα του ποιοί διαπράττουν αυτές τις επιθέσεις και τι μπορεί να γίνει για να τους σταματήσουν. Όπως η Hall επισημαίνει, τις [δ] ημόσιες πληροφορίες και τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη σεξουαλική βία, καθώς αυτά είναι συγκλονιστικά, συντριπτικά, στην πραγματικότητα, διότι προπαγανδίζουν τον βιασμό ως καθαρά αποτελέσματα. Αυτές με τη σειρά τους, οι μεταμφιέσεις των συγκεκριμένων πλαισίων ορισμένων βιασμών-των πραγματικών βιαστών και των πολύ συγκεκριμένων κινήτρων τους. Αντ 'αυτού, ο βιασμός είναι τοποθετημένος ως μια σχοινοτενής ροή της βίας που προηγείται όχι μόνο των θυμάτων βιασμού αλλά και των ίδιων των βιαστών. 103
Ένας άλλος μηχανισμός μέσω του οποίου η βία των ανδρών κατά των γυναικών παρουσιάζεται με έναν τρόπο που συσκοτίζει την ευθύνη, ακόμη και την παρουσία των παραβατών, είναι μέσω της επίκλησης του μοντέλου της νόσου της σεξουαλικής βίας. Περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο η American Medical Association απεικονίζει το βιασμό ως “κοινωνικό ιό" και "σιωπηλή βίαιη επιδημία", η Hall επισημαίνει τον τρόπο με τον οποίο, μέσα σε αυτά τα μοντέλα δηλητηριώδους κοινωνικής νόσου, ο βιασμός τίθεται συντακτικώς ως θύμα της αυτο-διαιώνησης του υποκείμενου στις πράξεις του. Η παντελής απουσία του βιαστή και των ενεργείων του από τη συζήτηση του AMA για το βιασμό (με τη μορφή της ιατρικής έκθεσης, όχι λιγότερο) κάνει το βιασμό να φαίνεται σαν κάτι που μπορεί να συμβεί σε μια γυναίκα αν δεν είναι προσεκτική. 104
Σε μεγάλο μέρος της γλώσσας και των αναπαραστάσεων ακόμα συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη βία κατά των γυναικών, ο άνδρας δράστης εξαφανίζεται και η βία ορίζεται αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με τις γυναίκες "θύματα" εναντίον των οποίων ασκείται αυτή η μορφή τιμωρίας. Με άλλα λόγια, η βία αναγνωρίζεται από τα θύματά της, όχι από τους δράστες της. Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές σε όρους όπως η “συζυγική επίθεση”, η "κακοποιημένη γυναίκα”, η "σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών”, η “επιζώσα αιμομιξίας” και το “θύμα βιασμού". Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένα πραγματικό ή αναπτυσσόμενο λεξιλόγιο που να περιγράφει τους άντρες που διαπράττουν αυτές τις πράξεις βίας ή πως αυτές ορίζονται σε συνάρτηση τη διάπραξη εκ μέρους τους αυτής της βίας. Για το λόγο αυτό, για παράδειγμα, ο πιο σαρωτικός όρος, “η βία των ανδρών κατά των γυναικών και των παιδιών", χρησιμοποιείται από τις φεμινίστριες ως στρατηγική συνείδησης και ευαισθητοποίησης για να δώσει όνομα και να καθορίσει ποιος κάνει τι και σε ποιά. 105
Νομικές Παρεξηγήσεις εξ' αιτίας των Διαφορετικών Απαντήσεων των Γυναικών στη Σεξουαλική Βία: Ψυχολογικός Αναλφαβητισμός στο Νόμο
Το φάσμα των τρόπων με τους οποίους οι γυναίκες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες και το τραύμα της σεξουαλικής επίθεσης παραμένει, ως επί το πλείστον, σε μεγάλο βαθμό παρεξηγημένο εντός του νομικού συστήματος. Ορισμένες σχολιάστριες έχουν επισημάνει τους τρόπους με τους οποίους ο νόμος σε γενικές γραμμές, και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, ιδίως, αδυνατούν να κατανοήσουν τις επιβλαβείς συνέπειες της έμφυλης βίας και τους ποικίλους και σύνθετους τρόπους που οι γυναίκες αντιδρούν, να ανταποκριθεί σε αυτές, και η διαδικασία είναι ψυχολογική. Ακόμη και η ανάπτυξη του “συνδρόμου” αποδείξεων, όπως τα σύνδρομα του τραύματος του βιασμού και των κακοποιημένων γυναικών, τα οποία είχαν ως στόχο να εκπαιδεύσουν τις νομικά υπεύθυνες-ους λήψης αποφάσεων σχετικά με τυπικές αντιδράσεις των γυναικών στη σεξουαλική επίθεση και στην ενδοοικογενειακή βία, ήταν δίκοπο μαχαίρι. Δύο φεμινίστριες σχολιάστριες οι οποίες έχουν αναλύσει τη σχέση μεταξύ του νόμου και την παρατήρηση της ψυχολογίας στην “τάση ρουτίνας με την οποία η εμπειρία και η συμπεριφορά των γυναικών χαρακτηρίζονται ως μη φυσιολογικές". 106 Αναφερόμενες ειδικά στο σύνδρομο του τραύματος του βιασμού και στο σύνδρομο της κακοποιημένης γυναίκας, μεταξύ άλλων, παρατηρούν ότι, παρά την θετική εκπαιδευτική επίδραση που αυτά τα ψυχολογικά μοντέλα υποτίθεται ότι έχουν, αυτά τα σύνδρομα στην πραγματικότητα "κατασκευάζουν τις γυναίκες και τη συμπεριφορά τις ως παθολογική". 107
Αυτή η περιορισμένη εκτίμηση της φύσης των τραυματικών αντιδράσεων, αναμφίβολα, αποτελεί έκφραση μιας ευρύτερης έλλειψης κατανόησης της, καθώς και οι πληροφορίες σχετικά με, την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχολογίας και της ανθρώπινης συμπεριφοράς εντός του νομικού συστήματος. Η αποτυχία αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη με όρους των νομικών απαντήσεων στη σεξουαλική επίθεση, όπως είναι εδραιωμένη στο εσωτερικό πολλών μύθων για τη σεξουαλική επίθεση, συμπεριλαμβανομένων των αντιλήψεων των αυθεντικών και αξιόπιστων (διάβαζε “ιδανικών”) θυμάτων.
Στην κατανόηση της σεξουαλικής βίας, υπήρξε μια μερική, έστω και ατελής, αναγνώριση που επεκτάθηκε στην νομολογία όπου η καθυστέρηση της αποκαλύψης σεξουαλικής βίας μπορεί να είναι μια τυπική απάντηση κάποιων θυμάτων. 108 Πολλοί άλλοι τρόποι των γυναικών που αντιμετωπίζουν τις συνέπειες αυτής της βίας, ωστόσο, παραμένουν μη αναγνωρισμένοι, έχουν παρερμηνευθεί, ή, ακόμη χειρότερα, διευρύνουν τις κατηγορίες προς τις γυναίκες για το τι έχει συμβεί σε αυτές. Ο τρόπος με τον οποίο τα θύματα "παρουσιάζουν" την εαυτή τις και γίνονται αντιληπτές στο δικαστήριο, και από την αστυνομία, εμπλέκεται βαθιά στον τρόπο με τον οποίο αξιολογείται η αξιοπιστία τις. 109 Μια από τις σημαντικότατες δυσκολίες στον τομέα αυτό είναι η απλή κατανόηση της φύσης της ανθρώπινης ψυχολογίας σε γενικές γραμμές και μια πιο συγκεκριμένη έλλειψη γνώσης και διορατικότητας για τις επιπτώσεις του τραύματος. 110 Για το λόγο αυτό, το νομικό σύστημα, αν είναι να λειτουργεί πιο ικανοποιητικά και πιο δίκαια σε σχέση με τη σεξουαλική επίθεση, καθώς και μια σειρά άλλων ζητημάτων, πρέπει να ενημερωθεί για το τραύμα. 111 Αυτό σημαίνει πως κινείται πέρα από τα απλουστευτικά σκευάσματα των ψυχολογικών “συνδρόμων”, τα οποία έχουν προωθηθεί για να εξηγήσουν τις αντιδράσεις και τις απαντήσεις των γυναικών, συμπεριλαμβανομένων, αλλά δεν περιορίζονται στο, “σύνδρομο της κακοποιημένης γυναίκας". 112
Η ποικιλομορφία των τυπικών και "κανονικών" τραυμάτων των γυναικών και της αντιμετώπισης των απαντήσεων, συμπεριλαμβανομένης της αντίστασης των γυναικών, εξακολουθούν να περιβάλλονται από την εμμονή στην ιδέα ότι υπάρχει ένας “ιδανικός” και προβλέψιμος τρόπος όπου ένα "πραγματικό" θύμα σεξουαλικής επίθεσης πρέπει να αντιδράσει. Αποδεκτές αντιδράσεις στη σεξουαλική βία, είναι επομένως περιορισμένες σε ορισμένους αποδεκτούς και προβλέψιμους μηχανισμούς αντιμετώπισης, που αντιλαμβάνονται μόνο ένα περιορισμένο φάσμα των στρατηγικών αντιμετώπισης των γυναικών. Αυτές οι νομικές παρανοήσεις γύρω από τις απαντήσεις των θυμάτων και τις αντιδράσεις δεν επηρεάζουν μόνο αρνητικά τις εκτιμήσεις της αξιοπιστίας, αλλά και, πιο ουσιαστικά, αναπόφευκτα θέτουν σε κίνδυνο τη δικαιοσύνη για τις γυναίκες που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής επίθεσης ή και παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Σε αυτό το βαθμό, αυτές οι γυναίκες είναι ένα κατηγορητήριο της αδυναμίας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να επεξεργάζεται υποθέσεις σεξουαλικής επίθεσης κατά τρόπο που να είναι δίκαιος, όχι μόνο για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, αλλά και για τα δικαιώματα των γυναικών που ρίχνονται στο ρόλο των μαρτύρων θύματος.
Ίσως το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα αυτής της έννοιας του “ιδανικού” θύματος, και τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της κατηγορίας, είναι η προσδοκία ότι τα “πραγματικά” ή “αξιόπιστα” θύματα σεξουαλικής επίθεσης και άλλων έμφυλων εγκλημάτων θα εμφανίσουν την συναισθηματική δυσφορία και τον πόνο τις με ορατούς και στερεοτυπικούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένου του να είσαι επισφαλής, του κλάματος, και εκφράζοντας αναστάτωση με άλλους αναγνωρίσιμους και έμφυλους τρόπους. Πολλές γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική βία, στην πραγματικότητα, εκφράζονται με αυτόν τον τρόπο, αν και όχι πάντα σε δημόσιους χώρους, όπως το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Μάλλον, πολλές γυναίκες δεν εμφανίζουν την αγωνία τους με ορατούς ή εύκολα αναγνωρίσιμους τρόπους, για διάφορους λόγους. Όπως μία σχολιάστρια το θέτει: Διαφορετικές ψυχολογικές αντιδράσεις δείχνουν διαφορετικά πρότυπα συμπεριφοράς στρατηγικών αντιμετώπισης για κάθε επιζώσα σεξουαλικής επίθεσης. Επιπλέον, οι εξωτερικοί παράγοντες, όπως ένα δίκτυο κοινωνικής υποστήριξης του θύματος, η σοβαρότητα της επίθεσης, ή σχέση του θύματος με τον δράστη μπορεί επίσης να έχει αντίκτυπο στην ψυχολογική λειτουργία ενός θύματος μετά από μια σεξουαλική επίθεση [διαγράφονται οι αναφορές]. Είναι πολύπλοκος ο συνδυασμός των επιμέρους χαρακτηριστικών και εξωτερικών παραγόντων που επηρεάζουν το πώς μια γυναίκα θα αντιδράσει στη σεξουαλική θυματοποίηση. 113
Οι γυναίκες που φαίνεται να είναι στωικές, ήρεμες και ελεγχόμενες, αλλά οι οποίες ισχυρίζονται ότι έχουν δεχτεί σεξουαλική επίθεση, φαίνεται να θέτουν δυσκολίες για κάποιους παίκτες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, ιδιαίτερα για την αστυνομία. Αυτό το πρόβλημα δεν είναι μοναδικό στη σεξουαλική επίθεση.
Εκδηλώνεται επίσης αρκετά εκ διαμέτρου σε σχέση με την ενδοοικογενειακή βία, όπου οι δικαστίνες-ές και η αστυνομία έχουν βιώσει προβλήματα στην εκτίμηση του μεγέθους του κινδύνου που μια γυναίκα αντιμετωπίζει, ή το φόβο που μπορεί να αντιμετωπίζει, όταν αυτή δεν συμμορφώνεται στον στερεοτυπικό τρόπο που τα “τρομοκρατημένα” και τα "χτυπημένα" θύματα υποτίθεται ότι συμπεριφέρονται. 114
Παραδείγματα συνηθισμένων παρεξηγήσεων και στερεοτυπικών σκέψεων σχετικά με τις απαντήσεις των θυμάτων έχουν αναλυθεί στη βιβλιογραφία για την ενδοοικογενειακή βία, συμπεριλαμβανομένων των κειμένων αυτών που ασχολούνται με το “σύνδρομο κακοποιημένης γυναίκας”. 115 Η γνωστή υπόθεση Jane Doe προσφέρει και πάλι ένα σαφές παράδειγμα σε σχέση με τη σεξουαλική επίθεση. Σε αυτήν την υπόθεση, κατά την οποία ένας καθ' έξην βιαστής επιτέθηκε σεξουαλικά σε πέντε γυναίκες με την απειλή μαχαιριού, οι αναφορές σεξουαλικής επίθεσης από τις δύο πρώτες γυναίκες είχαν προεξοφληθεί από τις αστυνομικίνες-ούς (οι οποίες-οι, κατά ειρωνεία της τύχης, μόλις είχαν λάβει εξειδικευμένη εκπαίδευση σε θέματα σεξουαλικής επίθεσης), διότι ούτε η γυναίκα ήταν υποτίθεται ένα “ιδανικό” και “πιστευτό” θύμα. Οι αξιωματικίνες-οί της αστυνομίας του Τορόντο βρήκαν πως μια γυναίκα ήταν ανεπαρκώς υστερική για να είναι ένα "πραγματικό" θύμα, επειδή βρήκε πως ήταν “πάρα πολύ ήρεμη και χαλαρή" στο να επαναθέσει τι είχε συμβεί σε αυτήν. Η αναφορά βιασμού της άλλης γυναίκας, επίσης, δεν γινόταν πιστευτή ως αποτέλεσμα της συμπεριφορά της. Στην έκθεση αυτή, οι ανακριτικές-οι λειτουργοί αποφάσισαν ότι η γυναίκα πρέπει να λανθασμένα να πίστευε πως ένας άγνωστος άντρας είχε σπάσει το διαμέρισμά της και τη βίασε, ενώ στην πραγματικότητα πρέπει να ήταν “φίλος-εραστής” της, με τον οποίο είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή και απλώς δεν το συνειδητοποίησε. Τα έγγραφα της ίδιας της αστυνομίας (φανέρωσαν διαφορές) αποκάλυψαν το σχέδιό της να ασκήσει δημοσίως διώξεις ενάντια σε μια από τις γυναίκες που βιάστηκαν από το “βιαστή του μπαλκονιού", κάνοντας ψευδή αναφορά, επειδή απλά αρνήθηκε να την πιστέψει. Ένα από τα θέματα για τα οποία δόθηκαν αποδείξεις κατά ανάκριση σε αυτή την ιατροδικαστίνα-ή ήταν σε σχέση με την αποτυχία της αστυνομίας Sunny Park να λάβει τα επίπεδα του φόβου στα σοβαρά όταν μετά την συνέντευξη της ο σύζυγός της είχε προσπαθήσει να την σκοτώσει, αλλά πριν πράγματι προσπαθήσει να σκοτώσει αυτήν, το γιος της και τους γονείς της. Εν μέρει, η αστυνομία και άλλοι νομικοί παράγοντες φαίνεται να έχουν αποτύχει να δράσουν, λόγω του ήρεμου τρόπου με τον οποίο παρουσιάστηκε και το γεγονός ότι δεν είναι σύμφωνες με την αστυνομία οι προσδοκίες για το πώς ένα “τρομοκρατημένο” θύμα θα συμπεριφερθεί. Τόσο ισχυροί είναι αυτοί οι μύθοι σχετικά με το πώς τα ίδια τα “ιδανικά” θύματα συμμορφούνται όπου η αστυνομία αρνήθηκε να πιστέψει τις δύο πρώτες γυναίκες πως βιάστηκαν από το “βιαστή του μπαλκονιού” σήμαινε ουσιαστικά ότι δεν ερεύνησε αυτές τις δύο σεξουαλικές επιθέσεις (παρά μόνο πολλούς μήνες αργότερα). 116
Δυστυχώς, αυτά τα προβλήματα με τα στερεότυπα της αστυνομίας για την συμπεριφορά του “ιδανικού” θύματος εξακολουθούν να υπάρχουν, όπως μια μελέτη που ανατέθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης καταδεικνύει με σαφήνεια. Η μελέτη, των συν-συγγραφέων Linda Light και Gisela Ruebsaat, με βάση την ανάλυση των 148 αρχείων σεξουαλικής επίθεσης από την αστυνομία στην Βρετανική Κολομβία το 2002 και το 2003, δείχνει ότι σχεδόν το ήμισυ των αστυνομικών αρχείων της αστυνομίας καταγγελίας σεξουαλικής επίθεσης ήταν «αβάσιμα» και χωρίς να τεθεί καμία παραπομπή σε κατηγορία. Ένας από τους παράγοντες που η αστυνομία έλαβε υπόψη για να αποφασιστεί εάν πρέπει ή όχι να προβεί σε κατηγορία σεξουαλικής επίθεσης, εκτός από το κατά πόσον ή όχι χρησιμοποιήθηκε εξαναγκασμός και αν το θύμα είπε “όχι”, ήταν το πόσο “αναστατωμένο” φαινόταν το θύμα. 117
Οι τρόποι με τους οποίους εκείνες των οποίων οι ζωές έχουν υποστεί ζημία από τις εμπειρίες της σεξουαλικής επίθεσης δίνουν νόημα, να ανταποκριθούν, και να θεραπεύσουν αυτά τα γεγονότα, ως εκ τούτου, είναι σύνθετοι και πολυεπίπεδοι και είναι επίσης ταυτόχρονα ατομικοί και κοινωνικοί. Υπάρχουν αναγνωρίσιμα και μοντέλα απαντήσεων σε τραυματικά γεγονότα, όπως η σεξουαλική επίθεση, και αυτές είναι καλά τεκμηριωμένες στην έρευνα και στην κλινική βιβλιογραφία στον τομέα αυτό. 118 Ωστόσο, ενώ υπάρχουν κοινές αντιδράσεις, υπάρχει επίσης μια μεγάλη μεταβλητότητα στους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες επηρεάζονται από τις εμπειρίες της σεξουαλικής επίθεσης και πολύ περισσότερες διακυμάνσεις των τρόπων με τους οποίους εκφράζονται οι συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της βίας. 119 Επιπλέον, όχι μόνο οι μεμονωμένες απαντήσεις ποικίλλουν, αλλά το εύρος των εμπειριών που τέθηκαν κάτω από τον όρο “σεξουαλική επίθεση” ποικίλλει επίσης, περιλαμβάνει, για παράδειγμα, τους όρους του σχετικού πλαισίου, τη σοβαρότητα, το είδος και τη διάρκεια της ίδιας της επίθεσης. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει προφανώς μια εντελώς προβλέψιμη ή "πρότυπη" αντίδραση του θύματος σεξουαλικής επίθεσης, ούτε θα πρέπει να υπάρχει η προσδοκία ότι ένα "πραγματικό" θύμα σεξουαλικής επίθεσης πρέπει να παρουσιάζει τις αντιδράσεις της μέσω των ορατών δακρύων, της αγωνίας και της αναστάτωσης που σερβίρεται στη σωστή ισορροπία και την κατάλληλη στιγμή για δημόσια κατανάλωση.
Η ιδέα ότι οι γυναίκες είναι υπεύθυνες για την προστασία τις κατά την σεξουαλική επίθεση εκφράζεται συχνά ως μια μορφή κατηγορίας προς το θύμα. Στην άσκηση της προσφυγής Jane Doe, η-ο εκπρόσωπος της αστυνομίας ακολούθησε μια σκληρή γραμμή ανάκρισης που υποδηλώνει ότι ως ενήλικη "Αστή γυναίκα" που είναι η Jane Doe θα έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα το να μην αφήσει ένα παράθυρο στον πάνω όροφο του διαμερίσματός της ανασφάλιστο κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα, σαν να ήταν αυτή η «αποτυχία» των προφυλάξεων που την έκανε υπεύθυνη για τον βιασμό της από έναν ένοπλο εισβολέα. Σε πρόσφατη αστική δίκη στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια γυναίκα που βιάστηκε με την απειλή όπλου σε ένα χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου μπροστά στα τρομοκρατημένα μικρά παιδιά της κατηγορήθηκε από τον συνήγορο του δράστη η αλυσίδα του εναγόμενοτ ξενοδοχείου (Marriott ξενοδοχεία) πως ήταν αμελής στη φροντίδα της δικής της ασφάλεια ραβδί, παραλείποντας να λάβει «δέουσα επιμέλεια» για να αποτρέψει το βιασμό της. 120 Αυτή η νομική τακτική επέφερε πολλή δημοσιότητα και δημόσια οργή, αναγκάζοντας τον εναγόμενο να υποχωρήσει από αυτό το επιχείρημα, αλλά το γεγονός ότι θα μπορούσε να γίνει από την πρώτη στιγμή μιλά για τη δύναμη και τις ιδέες που κυκλοφορούν όπου κατηγορούν τα θύματα σχετικά με το πώς οι γυναίκες θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για την πρόληψη της σεξουαλικής βίας των ανδρών.
Όχι μόνο το συγκεκριμένο άτομο και οι συναφής παράγοντες στη ζωή μιας γυναίκας επηρεάζουν τις αντιδράσεις της στη σεξουαλική επίθεση, αλλά το κοινωνικό πλαίσιο της απόδοσης ευθυνών στο θύμα και το στίγμα μπορεί επίσης να έχει μεγάλη επιρροή στον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες κατασκευάζουν τις αφηγήσεις για τις εμπειρίες τις. Όπως μια συγγράφισα γράφει, «[κ] αθώς τα άτομα κοινωνικοποιούνται μέσα στην ίδια κουλτούρα που παρέχει στους παραβάτες τα λεξιλόγια και τις διηγήσεις τους, τα θύματα, επίσης, μπορούν να χρησιμοποιούν παρόμοια γλώσσα, σε μια προσπάθεια να εξηγήσουν δηλαδή τις εμπειρίες θυματοποίησης τις”. 121 Πιο συγκεκριμένα, οι γενικές κοινωνικές λογικές που τείνουν να ελαχιστοποιήσουν τη σεξουαλική βία ή να αρνηθούν τη σημασία της και να απαλλάσσουν τους δράστες επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα των θυμάτων να βγάλουν νόημα από τις δικές τις εμπειρίες. Δεν αποτελεί έκπληξη, οι γυναίκες μερικές φορές να εσωτερικεύουν την αυτο-ενοχοποίηση για τις εμπειρίες τις από τη σεξουαλική επίθεση και έτσι ελαχιστοποιούν την ευθύνη του δράστη.
Σε μια εξελιγμένη-σοφιστικέ ανάλυση των αφηγήσεων που έφτιαξαν οι γυναίκες προκειμένου να βγάλουν νόημα από τις δικές τις εμπειρίες σεξουαλικών επιθέσεων, η Karen Weiss τεκμηριώνει τους τρόπους με τους οποίους οι κυρίαρχοι πολιτιστικοί μύθοι για το βιασμό διαμορφώνουν τις περιγραφές σεξουαλικής βίας των ίδιων των γυναικών που διαπράττονται εναντίον τις. Σύμφωνα με τα λόγια της, [μ] ια εξερεύνηση των περιγραφών των θυμάτων που βρίσκονται εντός της NCVS [Εθνική έρευνα Εγκληματικότητας Θυματοποίησης] οι αφηγήσεις δείχνουν ότι τα λεξιλόγια που χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν ή να αιτιολογήσουν τη σεξουαλική θυματοποίηση αντανακλούν διάφορους συνήθεις μύθους του βιασμού και τα έμφυλα στερεότυπα, συμπεριλαμβανομένων των εξής: η ανδρική σεξουαλική επιθετικότητα είναι φυσική, αναπόφευκτή, ή δεν είναι υπαίτιος ο δράστης, όταν είναι σε κατάσταση μέθης, ο σεξουαλικός εξαναγκασμός χωρίς "βία" ή που διαπράττεται μετά από ραντεβού και από συντρόφους δεν είναι πραγματικό έγκλημα, και οι γυναίκες συμβάλλουν στη δική τις θυματοποίηση από απερίσκεπτη συμπεριφορά ή παραλείποντας να αντισταθούν αποτελεσματικά. Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι πολλοί από τους ίδιους μύθους του βιασμού και οι ιδεολογίες με βάση το φύλο χρησιμοποιούνται από τους κατηγορούμενους βιαστές για να αποποιούνται την ενοχή και έγιναν αποδεκτοί από πολλούς στο ευρύ κοινό παρέχοντας στην πραγματικότητα τις λογικές που τα ίδια τα θύματα τους χρησιμοποιούν και να αρνηθούν την ευθύνη του δράστη και να ελαχιστοποιηθεί η σοβαρότητα των ανεπιθύμητων σεξουαλικών καταστάσεων. 122
Δεδομένα από την καναδική Γενική Κοινωνική Έρευνα δείχνουν ότι ο πιο συνήθης λόγος για τον οποίο οι γυναίκες επιλέγουν να μην αναφέρουν την εμπειρία της σεξουαλικής επίθεσης στην αστυνομία είναι η αίσθηση ότι αυτό που συνέβη δεν είναι αρκετά σοβαρό ώστε να πειράζει ή να ληφθεί σοβαρά υπόψη. 123 Είναι λοιπόν σαφές ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των κοινωνικών και νομικών πλαισίων εντός των οποίων συμπεριφορές κατηγοριών προς τα θύματα είναι ζωντανές και αναμφισβήτητες και η εσωτερίκευση ορισμένων εξ' αυτών των συμπεριφορών από τις γυναίκες που έχουν δεχτεί σεξουαλική επίθεση. Αυτό, με τη σειρά του, μειώνει την πιθανότητα οι επιζώσες σεξουαλικής επίθεσης να αναφέρουν στην αστυνομία ή να θέλουν να "συνεργαστούν" με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, το οποίο, κατά συνέπεια, περιορίζει την αποτελεσματικότητα των νομικών απαντήσεων, και των ένδικων μέσων για τις ποινικές σεξουαλικές παραβιάσεις.
Δεδομένα από την καναδική Γενική Κοινωνική Έρευνα δείχνουν ότι ο πιο συνήθης λόγος για τον οποίο οι γυναίκες επιλέγουν να μην αναφέρουν την εμπειρία της σεξουαλικής επίθεσης στην αστυνομία είναι η αίσθηση ότι αυτό που συνέβη δεν είναι αρκετά σοβαρό ώστε να πειράζει ή να ληφθεί σοβαρά υπόψη. 123 Είναι λοιπόν σαφές ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των κοινωνικών και νομικών πλαισίων εντός των οποίων συμπεριφορές κατηγοριών προς τα θύματα είναι ζωντανές και αναμφισβήτητες και η εσωτερίκευση ορισμένων εξ' αυτών των συμπεριφορών από τις γυναίκες που έχουν δεχτεί σεξουαλική επίθεση. Αυτό, με τη σειρά του, μειώνει την πιθανότητα οι επιζώσες σεξουαλικής επίθεσης να αναφέρουν στην αστυνομία ή να θέλουν να "συνεργαστούν" με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, το οποίο, κατά συνέπεια, περιορίζει την αποτελεσματικότητα των νομικών απαντήσεων, και των ένδικων μέσων για τις ποινικές σεξουαλικές παραβιάσεις.
Οι κοινωνικές και νομικές συνέπειες είναι προφανώς σημαντικές και δείχνουν ότι κατά μεγάλο μέρος χρειάζεται περισσότερη δουλειά να γίνει για να διαταράξει τους μύθους για το βιασμό, τα έμφυλα και νομικά στερεότυπα και τη διαιώνηση της σεξουαλικής βίας. Όπως αναλύει η Weiss, είναι κρίσιμο ότι οι εκπαιδεύτριες αντι-βιασμού επικεντρώνουν ακόμη περισσότερο τις προσπάθειές τους στη διάλυση των διάχυτων ιδεολογιών που εμφανίζονται όχι μόνο στη γλώσσα του δράστη και στην αντίληψη του κοινού, αλλά και στους ορισμούς των θυμάτων των ανεπιθύμητων σεξουαλικών καταστάσεων. Μέχρι τα λεξιλόγια να εξαλειφθούν από την πολιτιστική γλώσσα που περιβάλλουν τη σεξουαλική θυματοποίηση, το κοινό και ακόμη και τα ίδια τα θύματα μπορούν να συνεχίσουν να βλέπουν ορισμένα περιστατικά ανεπιθύμητης σεξουαλικής επαφής και τον εξαναγκασμό ως “τα αγόρια είναι αγόρια", ένα σύνηθες μέρος των σχέσεων των δύο φύλων, και χειρότερα, πως οι γυναίκες "πάνε γυρεύοντας για αυτό". 124
Λαμβάνοντας υπόψη το συνάλλαγμα τους στην κοινωνία στο σύνολό της, το γεγονός ότι αυτοί οι μύθοι και τα στερεότυπα που εισάγουν διακρίσεις εξακολουθούν να έχουν κάποιο συνάλλαγμα στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δεν αποτελεί έκπληξη. Η εξάλειψή τους είναι ένα σημαντικό μέρος του έργου που πρέπει ακόμη να γίνει, εάν είναι κατάλληλες, απλές και αποτελεσματικές νομικές απαντήσεις στη σεξουαλική επίθεση να αναπτυχθούν.
Συμπεράσματα Δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι για τις γυναίκες στον εικοστό πρώτο αιώνα, σε πολλά μέρη του δυτικού κόσμου επικρατεί μια επικίνδυνη κατάσταση. Όπως οι έρευνες μεγάλης κλίμακας δείχνουν, ο κίνδυνος να τις επιτεθούν σεξουαλικά είναι μια απτή απειλή στις ζωές των γυναικών. Ταυτόχρονα, τα θύματα σεξουαλικής επίθεσης μπορεί να περιμένουν ελάχιστα από τον τρόπο της προσφυγής ή της βοήθειας. 125
Η Elizabeth Sheehy παρατήρησε καυστικά ότι [κ]άθε μεταρρύθμιση του νόμου αποδεικτικών στοιχείων που έχει δημιουργηθεί για την αντιμετώπιση των διακρίσεων λόγω φύλου στην εκδίκαση του βιασμού έχει συναντηθεί με αντι-κινήσεις από τη γραμμή της υπεράσπισης του δράστη και την επανεμφάνιση των μύθων και των στερεοτύπων για τις γυναίκες, τους άνδρες, και του βιασμού με το πρόσχημα των νέων νομικών πρακτικών και των δικαστικών συζητήσεων. 126
Ένας από τους διαρκής μύθους και τα στερεότυπα που η μεταρρύθμιση του νόμου της σεξουαλικής επίθεσης δεν έχει ακόμη εκτοπίσει είναι αυτός του ιδανικού θύματος. Οι εύθραυστες φεμινιστικές νίκες στο νόμο είναι θέμα που απηχεί σε μεγάλο μέρος της φεμινιστικής βιβλιογραφίας που εξετάζει νομικούς αγώνες υποστηρίζοντας την ανάγκη για επαρκή διορθωτικά μέτρα για τη βία κατά των γυναικών. 127 Αυτό το θέμα των εύθραυστων ή αδύναμων νικών είναι, στην πραγματικότητα, επίσης, εμφανής στις φεμινιστικές εκτιμήσεις ευρύτερα που εξετάζουν το βαθμό προφανών προοδευτικών νομικών εξελίξεων, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών εγγυήσεων της ισότητας, διανέμουν πράγματι αυτό που φαίνεται να υπόσχονται. 128
Οι επίμονες δυσκολίες στην ανταπόκριση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης για τη σεξουαλική επίθεση πρέπει να γίνουν κατανοητές ταυτόχρονα σε έναν αριθμό τεμνόμενων επιπέδων. Μία από αυτές είναι το ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει όχι μόνο τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τις γυναίκες, τη σεξουαλικότητα, και την ομαλοποίηση της ανδρικής σεξουαλικής επιθετικότητας απέναντι στις γυναίκες, αλλά και η συνεχιζόμενη ακμάζουσα ιδέα που η Elizabeth Stanko περιγράφει εύγλωττα στο βιβλίο της Εισβολές Οικείων, δηλαδή ότι οι γυναίκες κοινωνικοποιούνται και αναμένεται να είναι αυτές υπεύθυνες για τη διαπραγμάτευση των σεξουαλικών προτάσεων και εισβολών των ανδρών. 129 Αυτές οι προσδοκίες χαλαρώνουν τις στρατηγικές άμυνας, σε ορισμένες δικαστικές συμπεριφορές, και σε ορισμένα από τα νομικά στοιχεία στη νομολογία σεξουαλικής επίθεσης.
Ένα άλλο επίπεδο ανάλυσης περιστρέφεται γύρω από τη φύση της μεταρρύθμισης του νόμου και τις προσδοκίες μας για το τι σημαίνει νομική αλλαγή. 130 Οι μεταρρυθμίσεις του ποινικού δικαίου στον τομέα της σεξουαλικής επίθεσης μπορεί, σε γενικές γραμμές, να θεωρηθούν ως επιτυχίες. Ωστόσο, η εμμονή του «κενού δικαιοσύνης» και η αποσύνδεση μεταξύ αυτών των εκ του νόμου και αποδεικτικών μεταρρυθμίσεων και τη συνεχιζόμενη δοκιμασία της δίκης σεξουαλικής επίθεσης για τις γυναίκες που είναι προσφεύγουσες, μας λέει κάτι σημαντικό σχετικά με το ρόλο του νόμου στην κοινωνική αλλαγή γενικότερα και για τα όρια μεταρρύθμισης του νόμου. Ενώ η νομοθεσία είναι εξαιρετικά σημαντική πλευρά για την προώθηση της κοινωνικής αλλαγής, είναι πάντα επίσης μόνο μια μερική λύση. Ενώ αναμφισβήτητα είναι εύθραυστη η φεμινιστική μεταρρύθμιση του νόμου έχει ωστόσο επιφέρει θετικές αλλαγές στη νομική επεξεργασία των ισχυρισμών σεξουαλικής επίθεσης, η ανησυχία μας σχετικά με τα όρια της μεταρρύθμισης του νόμου μπορεί να υποδηλώνει μια υπερβολική εξάρτηση από τις ιδιότητες του νόμου. Μία φεμινίστρια σχολιάστρια μας πρότεινε ωμά ότι βλέπουμε τις αποτυχίες της μεταρρύθμισης του νόμου ως "κανονικές". Κατά μήκος αυτών των γραμμών, επισημαίνει ότι η νομική μεταρρύθμιση
είναι ένα έργο σε εξέλιξη. Η θεσπισμένη μεταρρύθμιση σπάνια τελειώνει κάτι. Μπορεί να μετατρέψει τη συζήτηση, αλλά θα ήταν κουτό. Να πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να «τελειώσει» ένα θέμα τόσο αρχαίο όσο και ο σεξισμός. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μεταρρύθμιση είναι μάταιη, αλλά αυτό μπορεί να σημαίνει απλά ότι η μεταρρύθμιση απαιτεί διαρκή επαγρύπνηση. 131
Η μεταρρύθμιση του νόμου, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ένα έργο σε εξέλιξη, μια περιοχή στην οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί τυπική ισότητα, ενώ η ουσιαστική ισότητα απαιτεί συνεχή, ευρύτερη και βαθύτερη εμπλοκή πέρα, πριν και μετά το νόμο.
Η βαθιά επιμονή στα γνωστά προβλήματα του νόμου σεξουαλικής επίθεσης και οι ποινικές δίκες σεξουαλικών επιθέσεων δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές επαρκώς χωρίς την εμπλοκή των επίμονων και εξίσου οικείων καθώς και μισόγυνων ιδεολογιών γύρω από τους ρόλους των φύλων, σε γενικές γραμμές, και τη σεξουαλικότητα, πιο συγκεκριμένα. Αυτό το κοινωνικο-πολιτικό τοπίο είναι ένα σημαντικό και ευρύτερο μέρος του πλαισίου εντός του οποίου λειτουργεί το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Ένα κρίσιμο στοιχείο αυτού του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου, όμως, και ένα που έχει τύχει σχετικά λιγότερης αναλυτικής προσοχής από τις μελετήτριες του φεμινιστικού κινήματος από ό,τι σε προηγούμενες δεκαετίες, είναι οι έμφυλες πολιτικές γύρω από τη σεξουαλικότητα και, ιδίως, γύρω από την ετεροσεξουαλικότητα. Παρά τις κάποιες σημαντικές βελτιώσεις στον τομέα των σεξουαλικών επιλογών των γυναικών, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης προβολής και της νομικής αναγνώρισης των λεσβιακών σχέσεων, την αυξημένη πρόσβαση στην αντισύλληψη και την άμβλωση, και κάποια χαλάρωση των πιο περιοριστικών παραδοσιακών ιδεών για τη γυναικεία σεξουαλικότητα-με την "πρόοδο" γύρω από την (ετερο) σεξουαλική πολιτική να παραμένει επιφανειακή με πολλούς άλλους τρόπους. Με άλλα λόγια, παρά τις τεράστιες κοινωνικές αλλαγές όσον αφορά την στάση και τις πρακτικές γύρω, από τους έμφυλους ρόλους και την ετεροσεξουαλικότητα, την ανδρική κυριαρχία και την γυναικεία υποταγή παραμένουν ζωντανές και σε μεγάλο βαθμό αναμφισβήτητες. Αυτή πρέπει να είναι η πραγματική πλευρά του αγώνα για κοινωνική αλλαγή, και αυτό απαιτεί μια αναζωογόνηση της φεμινιστικής έρευνας, και την αμφισβήτηση, των καθημερινών πρακτικών μικρο-πολιτικής και κανόνων που κατασκευάζουν την ανδρική κυριαρχία και την γυναικεία υποταγή, ως μέρος του έργου που δίνει τέλος στην σεξουαλική επίθεση και στην έμφυλη βία.
Την είδηση την βρήκαμε την 1.8.2014 και την μεταφράσαμε από την researchgate.net στην https://www.researchgate.net/publication/228127901_Sexual_Assault_Law_Credibility_and_'Ideal_Victims'_Consent_
Resistance_and_Victim_Blaming
64. Ibid. at 867. 65. Sheehy, supra note 5 at 99. 66. Louise Ellison and Vanessa E. Munro, “Reacting to Rape: Exploring Mock Jurors’ Assessments of Complainant Credibility” (2009) 49 British Journal of Criminology 202; Finch and Munro, supra note 59; Louise Ellison and Vanessa E. Munro, “Turning Mirrors into Windows?: Assessing the Impact of (Mock) Juror Education in Rape Trials” (2009) 49 British Journal of Criminology 363. 67. Constance B. Backhouse, “Nineteenth-Century Canadian Rape Law 1800–92,” in David H. Flaherty, ed., Essays in the History of Canadian Law, volume 2 (Toronto: Osgoode Society, 1983) 200. 68. Sheehy, supra note 5.
69. R. v. M.(M.L.), [1994] 2 S.C.R. 3.
70. Sheehy, supra note 5 at 99–100.
71. R. v. Ewanchuk, [1999] 1 S.C.R. 330 [Ewanchuk].
72. Sheehy, supra note 5 at 98.
73. See, for example, the cases discussed by Elizabeth Sheehy, “Judges and the Reasonable Steps Requirement: The Judicial Stance on Perpetration against Unconscious Women,” in Sheehy, Sexual Assault Law, supra note 22.
74. R. v. T.V., 2006 ONCJ 338, [2006] O.J. No. 4089 (Ct. J.) (QL) [T.V.]. 75. Ibid. at para. 163. 76. R. v. R.V., [2001] O.J. No. 5143 (Ct. J.) (QL); R. v. R.V. (2004), 20 C.R. (6th) 346 (Ont. Sup. Ct.); R. v. R.V., [2004] O.J. No. 5136 (C.A.) (QL) [R.V.]. 77. See Randall, supra note 5, for a detailed analysis of these decisions. 78.R.V., supra note 76 at para. 1.
79. Ellison and Munro, supra note 66 at 206–8; Andy S.J. Ong, and Colleen A. Ward, “The Effects of Sex and Power Schemas, Attitudes toward Women, and Victim Resistance on Rape Attributions” (1999) 29 Journal of Applied Social Psychology 362; Natalie Taylor and Jacqueline Joudo, “The Impact of Pre-Recorded Video and Closed Circuit Television Testimony by Adult Sexual Assault Complainants on Jury Decision-Making: An Experimental Study,” Research and Public Policy Series no. 68 (Canberra: Australian Institute of Criminology, 2005) at 59, Australian Institute of Criminology, http://www.aic.gov.au/publications/current%20series/rpp/61–80/rpp68. aspx.; Liz Kelly, Jo Lovett, and Linda Reagan, “A Gap or a Chasm? Attrition in Reported Rape Cases,” Home Office Research Study no. 293, Home Office Research, Development and Statistics Directorate (London: Home Office, 2005) at 1, Home Office ,http://rds.homeoffice. gov.uk/rds/pdfs05/hors293.pdf..
80. Jennifer M. Brown, Carys Hamilton, and Darragh O’Neill, “Characteristics Associated with Rape Attrition and the Role Played by Scepticism or Legal Rationality by Investigators and Prosecutors” (2007) 13 Psychology, Crime and Law 355.
81. Ellison and Munro, supra note 66 at 206 [emphasis removed].
82. See Statistics Canada, Measuring Violence against Women: Statistical Trends 2006, Statistics Canada, http://www.statcan.ca/cgi-bin/downpub/listpub.cgi?catno=85–570-XIE2006001. (analysis of statistics on sexual assault, including relationships between victims and perpetrators), Melanie Randall and Lori Haskell, “Sexual Violence in Women’s Lives: Findings from the Women’s Safety Project, a Community-Based Survey” (1995) 1 Violence Against Women 6 at 23–4; Rachel Jewkes, Purna Sen, and Claudia Garcia-Moreno “Sexual Violence,” in Etienne G. Krug et al., eds., World Health Organization, World Report on Violence and Health (Geneva: World Health Organization, 2002) at 152–3, World Health Organization, http://whqlibdoc.who.int/publications/2002/9241545615_chap6_eng.pdf..
83. World Health Organization, Violence against women, World Health Organization, http://www.who.int/mediacentre/factsheets/fs239/en/index.html..
84. Dissociation is a defence in which an overwhelmed individual cannot escape what assails her or him by taking meaningful action or successful flight. The individual instead escapes by altering his or her internal organization by taking inward flight. See R.P. Kluft, “The Use of Hypnosis with Dissociative Disorders” (1992) 10 Psychiatric Medicine 31.
85. See Lori Haskell, First Stage Trauma Treatment: A Guide for Mental Health Professionals Working with Women (Toronto: Centre for Addiction and Mental Health, 2003) at 45–8.
86. Lori Haskell, Revictimization in Women’s Lives: An Empirical and Theoretical Account of the Links between Child Sexual Abuse and Repeated Sexual Violence (Ed.D. Dissertation, Department of Counseling Psychology, University of Toronto, 1998) (Ottawa: National Library of Canada) at 79, 101, Library and Archives Canada ,http://www.collectionscanada.ca/obj/ s4/f2/dsk1/tape7/PQDD_0007/NQ41072.pdf..
87. Karen G. Weiss, “‘Boys Will Be Boys’ and Other Gendered Accounts: An Exploration of Victims’ Excuses and Justifications for Unwanted Sexual Contact and Coercion” (2009) 15 Violence Against Women 810 at 813.
88. Melanie Randall, Agency and (In)Subordination: Victimization,Resistance and Sexual Violence in Women’s Lives (Ph.D. Dissertation, York University Department of Political Science, 1996) [unpublished].
89. Jane Doe v. Metropolitan Toronto (Municipality) Commissioners of Police, (1998), 160 D.L.R. (4th) 697 (Ont. Ct. J. (Gen. Div.)) [Jane Doe].
90. Melanie Randall, (Mis)Representing Women’s Lives in Law: Diagnosis and Power, Psychiatry and Sexism: An Analysis of the Psychiatric Evidence in Doe v. Metropolitan Toronto (Municipality) Commissioners of Police (1999) [unpublished manuscript; on file with author].
91. See Melanie Randall, “Sex Discrimination, Accountability of Public Authorities and the Public/ Private Divide in Tort Law: An Analysis of Doe v. Metropolitan Toronto (Municipality) Commissioners of Police” (2000) 26 Queen’s Law Journal 451, for an analysis of this case.
92. See, for example, Christie Blatchford, “Jane Doe Can’t Have It Both Ways,” Toronto Sun (17 September 1997) at 5; Phinjo Gombu, “Psychiatric Profile on Jane Doe Called Cruel,” Toronto Star (19 September 1997) at A23, for news clippings responding to, and commenting on, these aspects of the trial.
93. See Randall, supra note 88. See also Jan Jordan, Serial Survivors: Women’s Narratives of Surviving Rape (Sydney: Federation Press, 2008), for an analysis of women’s accounts of how they survived and resisted attacks by a serial rapist.
94. Wendy Larcombe, “The ‘Ideal’ Victim V Successful Rape Complainants: Not What You Might Expect” (2002) 10 Feminist Legal Studies 131 at 142.
95. See Ewanchuk, supra note 71. For a careful and detailed analysis of this defence and what it requires, see also Vandervort, supra note 22; Lucinda Vandervort, “Sexual Assault: Availability of the Defence of Belief in Consent” (2005) 84 Canadian Bar Review 89.
97. Dan McDougall, “Rape and Murder Stalk South Africa’s Playgrounds and Classrooms,” Sunday Times (6 September 2009), ,http://www.timesonline.co.uk/tol/news/world/africa/ article6823235.ece..
98. Duncan Kennedy, “Domestic Violence Stalks Mexican Women,” BBC News (22 May 2007), BBC News ,http://news.bbc.co.uk/2/hi/americas/6470955.stm.. 99. Trygve Olfarnes, “Murder and Mutilation Stalk Women in Guatemala,” City Edition (1 January 2007), City Edition ,http://www.thecityedition.com/Pages/Archive/January/Guatemala. df..
100. “Violence, Death Stalk Women in Darfur,” Voice of America (29 December 2006), Voice of America, http://www1.voanews.com/english/news/africa/a-13–2006–12–29-voa35.html..
101. Sam Dillon, “Rape and Murder Stalk Women in Northern Mexico,” New York Times (18 April 1998), New York Times, http://www.nytimes.com/1998/04/18/world/rape-and-murderstalk-women-in-northern-mexico.html..
102. John Stackhouse, “Violence Stalks World’s Women,” Globe and Mail (5 September 1995) A12.
103. Rachel Hall, “‘It Can Happen to You’: Rape Prevention in the Age of Risk Management” (2004) 19(3) ypatia 1 at 8.
104. Ibid.
105. It is an obvious point, which perhaps bears repeating, that while it is the case that the overwhelming majority of sexual assaults are perpetrated by men against women, it is not the case that all or most men perpetrate sexual assault.
106. Fiona E. Raitt and M. Suzanne Zeedyk, The Implicit Relation of Psychology and Law: Women and Syndrome Evidence (London: Routledge, 2000) at 162.
107. Ibid.
108. See, for example, R. v. D.D., 2000 SCC 43, [2000] 2 S.C.R. 275 at para. 24, where the Supreme Court of Canada acknowledges the normalcy of delayed reporting in some instances.
109. For an analysis of this in the context of domestic violence cases, see, for example, Melanie Randall, “Domestic Violence and the Construction of ‘Ideal Victims’: Assaulted Women’s ‘Image Problems’ in Law” (2004) 23 St. Louis University Public Law Review 107. See also Denise Lievore, Victim Credibility in Adult Sexual Assault Cases, Trends and Issues in Crime and Criminal Justice no. 288 (Canberra: Australian Institute of Criminology, 2004), Australian Institute of Criminology ,http://www.aic.gov.au/documents/B/8/3/%7BB8374C06–4C85– 4FA7–8BE9A9361EA23423%7Dtandi288.pdf.; Lisa Frohmann, “Discrediting Victims’ Allegations of Sexual Assault: Prosecutorial Accounts of Case Rejections” (1991) 38 Social Problems 213.
110. See, for example, Judith Lewis Herman, “Justice from the Victim’s Perspective” (2005) 11 Violence Against Women 571.
111. These arguments are being developed for another publication.
112. Raitt and Zeedyk, supra note 106.
113. Patricia L. Fanflik, Victim Responses to Sexual Assault: Counterintuitive or Simply Adaptive? National District Attorneys Association, http://www.ndaa.org/pdf/pub_victim_responses_ sexual_assault.pdf. at 5.
114. See M.(B.) v. BritishColumbia (AttorneyGeneral), 2004 BCCA 402, [2004] 10 W.W.R. 286, leave to appeal to S.C.C. refused, [2004] S.C.C.A. No. 428. Δείτε επίσης την Lee Inquest, που εξετάζει μια τρομακτική εγχώρια ανθρωποκτονία στη Βικτώρια, και τις αποτυχίες του συστήματος που συνέβαλαν στην αποτυχία προστασίας και πρόληψης αυτών των προβλέψιμων ανθρωποκτονιών. See C.E. Harnett, “System Failed Sunny Park, Psychologist Says,” Canada.com (5 May 2008), Canada.com, http://www.canada.com/victoriatimescolonist/news/story.html?id=abcf4ad4de20–4a24–8175–4cb51d0ba42d&k=37112.; Justine Hunter, “Victim Interview Has Lessons for Police, Lee Inquest Told,” Globe and Mail (18 December 2009), Globe and Mail ,http:// www.theglobeandmail.com/news/ national/ british-columbia/victim-interview-has-lessons-forpolice- lee-inquest-told/article1404764/.; “Verdict at Coroner’s Inquest, Findings and Recommendations as a Result of the Inquest into the Death of: Chun, Jum Lea; Park, Moon Kyu; Lee, Christian Thomas Jin Young; Park, Yong Sun; Lee, Hyun Joon,” Ministry of Public Safety and Solicitor General, Jury Findings (18 December 2009), Ministry of Public Safety and Solicitor General, Government of British Columbia, http://www.pssg.gov.bc.ca/coroners/ schedule/2009/docs/verdict-chun-park-lee-2009-dec-18.pdf.. See also, Mary Ellen Turpel-Lafond, “Honouring Christian Lee: No Private Matter: Protecting Children Living with Domestic Violence” (2009) Representative for Children and Youth, British Columbia, http:// www.rcybc.ca/Images/PDFs/Reports/RCYChristianLeeReportFINAL.pdf..
115. See, for example, Randall, supra note 109; Evan Stark, Coercive Control: How Men Entrap Women in Personal Life (Oxford: Oxford University Press, 2007) at 133–67; Martha Shaffer, “The Battered Woman Syndrome Revisited: Some Complicating Thoughts Five Years after R. v. Lavallee” (1997) 47 University of Toronto Law Journal 1.
116. See Melanie Randall, supra note 91; Melanie Randall, “Private Law, the State and the Duty to Protect: Tort Actions for Police Failures in Gendered Violence Cases,” in Sanda Rodgers, Rakhi Ruparelia, and Louise Be/langer-Hardy, eds., Critical Torts (Markham: LexisNexis, 2009) 343.
117. Linda Light and Gisela Ruebsaat, Police Classification of Sexual Assault Cases As Unfounded: An Exploratory Study (Ottawa: Department of Justice Canada). For a media report on this study, see Dean Beeby, “Stereotypes Affect Rape Cases,” Metro (5 September 2006), media.ssid.net/ media/20060905-Metro_Vancouver.pdf. at 1.
118. Heather L. Littleton et al., “Rape Acknowledgment and Post Assault Experiences: How Acknowledgment Status Relates to Disclosure, Coping, Worldview and Reactions Received from Others” (2006) 21 Violence and Victims 761; Heather Littleton and Carmen Radecki Breitkopf, “Coping with the Experience of Rape” (2006) 30 Psychology of Women Quarterly 106.
119. Patricia A. Frazier, “The Role of Attributions and Perceived Control in Recovery from Rape” (2000) 5 Journal of Personal and Interpersonal Loss 203 at 204.
120. See “Marriott Reverses on Blaming Victim,” CBS News (17 August 2009), CBS News, http://www.cbsnews.com/stories/2009/08/17/national/main5248038.shtml..
121. Weiss, supra note 87 at 814.
125. Temkin and Krahe/, supra note 4 at 209.
126. Elizabeth Sheehy, “Evidence Law and the ‘Credibility Testing’ of Women: A Comment on the E Case” (2002) 2 Queensland University of Technology Law and Justice Journal 157 at 173.
127. Ibid. at 174.
128. See, for example, Fay Faraday, Margaret Denike, and M. Kate Stephenson, eds., Making Equality Rights Real: Securing Substantive Equality under the Charter (Toronto: Irwin, 2006); Sheila McIntyre and Sanda Rodgers, eds., Diminishing Returns—Inequality and the Canadian Charter of Rights and Freedoms (Markham: LexisNexis, 2006).
129. Stanko, supra note 36.
130. See, for example, Tang, supra note 1; Laureen Snider, “Legal Reform and Social Control: The Dangers of Abolishing Rape” (1985) 13 International Journal of the Sociology of Law 337; Laureen Snider, “Feminism, Punishment and the Potential of Empowerment” (1994) 9 Canadian Journal of Law and Society 75; Laureen Snider, “Making Change in Neo-Liberal Times,” in Gillian Balfour and Elizabeth Comack, eds., Criminalizing Women: Gender and (In)justice in Neo-Liberal Times (Halifax: Fernwood Publishing, 2006) 323.
131. Victoria Nourse, “The ‘Normal’ Successes and Failures of Feminism and the Criminal Law” (2000) 75 Chicago-Kent Law Review 951 at 978.