6 Ιαν 2014

Γνωμοδότηση του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου για Ν. 2734/1999 για την πορνεία Γ'

6. Πολύ περισσότερο που η σχολιαζόμενη ρύθμιση δεν εισάγει καμιάν απολύτως διαφοροποίηση των «προστατευόμενων» χώρων και κτιρίων, με κριτήριο -πρωτίστως- τον σεβασμό των χρηστών ηθών και την προστασία της νεότητας. Έτσι, η σχολιαζόμενη ρύθμιση προβλέπει ακτίνα 200 μέτρων για όλες τις περιπτώσεις, αν και –ακολουθώντας την παλαιότερη- θα μπορούσε να προβλέψει μικρότερη απόσταση για ορισμένες από αυτές ˙ δεν διακρίνει εξ άλλου τις περιπτώσεις στις οποίες η απαγόρευση της οπτικής και μόνον επαφής θα αρκούσε για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (όπως π.χ. οι ναοί) από τις άλλες για τις οποίες το κριτήριο της ακτίνας θα ήταν ενδεχομένως θεμιτό (π.χ. σχολεία). Από την άποψη αυτή, η σχολιαζόμενη ρύθμιση παραβιάζει πρόδηλα την αρχή της αναλογικότητας. 

7. Οι σκέψεις αυτές ισχύουν τοσούτω μάλλον αν ληφθεί υπ’ όψη ότι, σύμφωνα με τους επίσημους χάρτες που μου υποβλήθηκαν (βλ. Παράρτημα Α’) οι σχολιαζόμενοι περιορισμοί οδηγούν –στον μεγαλύτερο, τουλάχιστον, Δήμο της χώρας- σε απαγόρευση κατ’ ουσίαν της άσκησης του επαγγέλματος του εκδίδεσθαι, δηλαδή σε προσβολή του ίδιου του πυρήνα του σχετικού δικαιώματος. Πράγματι, αν οι αποστάσεις που σημειώνονται στους εν λόγω χάρτες είναι ακριβείς, τότε είναι μάλλον βέβαιο ότι η εγκατάσταση εκδιδόμενων προσώπων θα επιτρέπεται μόνον στις παρυφές της πόλης και, κατ’ ουσίαν εκτός δομημένου περιβάλλοντος. 

8. Εξ άλλου, η δεύτερη από τις σχολιαζόμενες διατάξεις –δηλαδή η §3 του άρθρου 4 ν. 2734/1999- απαγορεύει την χορήγηση δεύτερης άδειας εγκατάστασης σε εκδιδόμενο πρόσωπο «στο ίδιο οίκημα ή στην ίδια πολυκατοικία». Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου, σκοπός της απαγόρευσης αυτής ήταν να αποτραπεί η «γκετοποίηση» των εκδιδόμενων προσώπων, η οποία, όπως αναφέρθηκε στη Βουλή, επιδεινώνει το επίπεδο τόσο της δικής τους διαβίωσης, όσο και των παρεχόμενων υπηρεσιών . Επίσης, η εν λόγω απαγόρευση αποτρέπει τον επαγγελματικό ομαδικό εταιρισμό, τον οποίο ούτως ή άλλως η νομοθεσία μας απαγορεύει ρητά από το 1960, αν όχι από το 1955 . 

9. Λαμβανομένου υπ’ όψη ότι η ισχύουσα νομοθεσία επιβάλλει να έχουν ξεχωριστή είσοδο τα οικήματα όπου τα εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα παρέχουν τις υπηρεσίες τους , νομίζω ότι ο ως άνω δικαιολογητικός λόγος της σχολιαζόμενης ρύθμισης είναι ασθενής. Διότι, ούτως ή άλλως, σύμφωνα με άλλη διάταξη του σχολιαζόμενου νόμου, σε ένα και το αυτό οίκημα δεν επιτρέπεται να εκδίδονται περισσότερα από τρία πρόσωπα, και μάλιστα όχι ταυτοχρόνως αλλά εκ περιτροπής καθ’ όλη την διάρκεια του 24ώρου . Όσο για την αποτροπή της «γκετοποίησης» είναι φανερό ότι αποτελεσματικότερο από τον σχολιαζόμενο περιορισμό μέτρο θα ήταν η μη χορήγηση υπέρμετρου αριθμού αδειών σε μία και την αυτή περιοχή. Πολύ περισσότερο που οικήματα και πολυκατοικίες με περισσότερες των δύο ξεχωριστές εισόδους δεν είναι κατά την κοινή πείρα πολλά. Επομένως, ο σχολιαζόμενος περιορισμός φαίνεται κατ’ αρχήν δυσανάλογα επαχθής σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Συμπέρασμα 

Τόσο η απαγόρευση της εγκατάστασης εκδιδόμενων επ’ αμοιβή προσώπων σε ακτίνα 200 μέτρων τουλάχιστον από τα απαριθμούμενα στον νόμο κτίρια κ.λπ. (άρθρο 3§4 ν. 2734/1999), όσο και η απαγόρευση της χορήγησης δεύτερης άδειας εγκατάστασης στο ίδιο οίκημα ή την ίδια πολυκατοικία (άρθρο 4§3 ν. 2734/1999) φαίνονται ως μέτρα δυσανάλογα επαχθή προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την προστασία της νεότητας και, γενικότερα, των χρηστών ηθών αφ’ ενός, και την αποτροπή της «γκετοποίησης» των εκδιδόμενων προσώπων αφ’ ετέρου. 

Αθήνα, 2 Ιουνίου 2003 

Ο γνωμοδοτών, 

Καθηγητής Ν. Κ. Αλιβιζάτος 

 ---------- 

Βλ. τον ν. 3032/1922 «περί των μέτρων προς καταπολέμησιν των αφροδισίων νοσημάτων, ως και περί ασέμνων γυναικών» και το σε εκτέλεσή του εκδοθέν β.δ. της 19-30.4.1923 «περί τοπικών επιτροπών και ληπτέων μέτρων προς εφαρμογήν του ν. 3032». Προηγουμένως, το ν.δ. της 31.12.1836 «περί δημοτικής αστυνομίας» όριζε: «Προς κώλυσιν της μεταδόσεως του αποτροπαίου και βδεληρού πάθους [της αφροδισιακής νόσου], η αστυνομία ή δεν πρέπει να υποφέρη διόλου τα κοινάς γυναίκας και τα χαμαιτυπεία, ή [να τας ανέχεται] επί συμφωνία διατηρήσεως των επί τούτω εκδιδομένων διατάξεων» (§42). Η αμέσως επόμενη §43 του ίδιου νομοθετήματος όριζε: «Αι περιφερόμεναι κατά τας οδούς πόρναι πρέπει να λείψωσι διόλου, προς υποδοχήν δε και θεραπείαν των νεοτρώτων θέλουσι διορισθή νοσοκομεία ιδιαίτερα, αι δε ανίατοι εξ αυτών φέρονται εις άλλα επί τούτω διωρισμένα φιλανθρωπικά καταστήματα (νοσοκομεία)». Τέλος, η §44 προέβλεπε: «Προ πάντων, πρέπει να γίνωνται συνεχώς εξετάσεις εις τα στρατεύματα, να παρακαλώνται δε και οι αρχηγοί ξένων στρατευμάτων, και μάλιστα ναυτικών, να εμποδίζωσι τους πάσχοντας του να υπάγωσιν εις τα χαμαιτυπεία». 

Ενόσω παλαιότερα οι σχετικοί νόμοι έκαμαν λόγο για «γυναίκες» (: «κοινές», «ελευθέριες», «άσεμνες» και «εκδιδόμενες», βλ. υποσ. 3 πιο κάτω), ο ισχύων ν. 2734/1999 αναφέρεται σε «εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα», προφανώς για να καταλάβει κάθε δυνατή περίπτωση. 
Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι, πριν από τον ισχύοντα ν. 2734/1999, όλοι οι νόμοι για το θέμα είχαν ως κύριο αντικείμενο την καταπολέμηση των αφροδίσιων νοσημάτων. Βλ., μετά το 1922 (υποσ. 1), τον ν. 3310/1955 «περί καταπολεμήσεως των αφροδισίων νόσων και άλλων τινων διατάξεων» (Α’ 196), το ν.δ. 4095/1960 «περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (Α’ 130) και τον ν. 1193/1981 «περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (Α’ 220). 
Ενδέχεται, βεβαίως, να ισχύει και η αντίστροφη λογική: το εκδίδεσθαι, δηλαδή, να αναγνωρίζεται ως επάγγελμα προκειμένου να είναι δυνατός ο έλεγχος του από το κράτος. Πάντως, στο ποινικό μας δίκαιο χρησιμοποιείται από παλιά ο όρος «πορνεία», η οποία –καθ’ εαυτήν- δεν απαγορεύεται, σε αντίθεση προς την «μαστροπεία», βλ. τα άρθρα 349-350 ΠΚ, όπως αυτά ήδη ισχύουν μετά την πρόσφατη τροποποίηση και συμπλήρωσή τους από τον ν. 3064/2002 «καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της πορνογραφίας ανηλίκων και, γενικότερα, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και αρωγή στα θύματα των πράξεων αυτών» (Α’ 248).