Γνωμοδότηση του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου για Ν. 2734/1999 για την πορνεία (2/6/2003)
Γνωμοδοτικό σημείωμα
Ερώτημα
1. Το σωματείο με την επωνυμία «Κίνημα Εκδιδομένων Γυναικών Ελλάδος ‘Η Αλληλεγγύη’» (εφεξής το σωματείο), που το καταστατικό του έχει εγκριθεί από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την απόφασή του 1451/1982, επέστησε την προσοχή μου στις ακόλουθες ρυθμίσεις του ν. 2734/1999 «Εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα και άλλες διατάξεις» (Α’ 161): εν πρώτοις, στην §4 του άρθρου 3 η οποία ορίζει τα εξής:
«4. [Δ]εν επιτρέπεται η εγκατάσταση [εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων] σε κτίρια που απέχουν, σε ακτίνα λιγότερο από 200 μέτρα, από ναούς, σχολεία, νηπιαγωγεία, φροντιστήρια, παιδικούς σταθμούς, νοσηλευτικά ιδρύματα, κέντρα νεότητας, αθλητικά κέντρα, οικοτροφεία, βιβλιοθήκες και ευαγή ιδρύματα, καθώς και από πλατείες και παιδικές χαρές. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μπορεί να αυξάνονται οι προαναφερόμενες αποστάσεις και να καθορίζονται και άλλα κτίρια, στα οποία δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων, καθώς και οι αποστάσεις μεταξύ οικημάτων, στα οποία μπορούν τα εν λόγω πρόσωπα να εγκαθίστανται».
Από την άλλη, η §3 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προβλέπει:
«3. Η χορήγηση δεύτερης άδειας [εγκατάστασης και χρήσης] στο ίδιο οίκημα ή στην ίδια πολυκατοικία απαγορεύεται».
2. Εξ άλλου, το σωματείο έθεσε υπ’ όψη μου επίσημους χάρτες του Δήμου Αθηναίων του έτους 2001 με τα επτά(7) δημοτικά διαμερίσματά του, από τους οποίους προκύπτει ότι, σύμφωνα με την πρώτη από τις ως άνω ρυθμίσεις του ν. 2734/1999, οι περιοχές όπου επιτρέπεται η εγκατάσταση εκδιδόμενων με αμοιβή προσώπων είναι ελάχιστες, αν όχι ανύπαρκτες, σε όλη την δομημένη περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων (βλ. Παράρτημα Α’). Κατόπιν αυτού, πάντοτε κατά το σωματείο, η εγκατάσταση των μελών του καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής, με αποτέλεσμα να παρακωλύεται ουσιωδώς η εκ μέρους τους προσφορά υπηρεσιών.
3. Εν όψει των ανωτέρω, το σωματείο μού ζήτησε να σχολιάσω από συνταγματική σκοπιά τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις.
Απάντηση
1. Ο ν. 2734/1999 είναι ο τελευταίος μιας σειράς νομοθετημάτων τα οποία, από το 1922 τουλάχιστον , φιλοδοξούν να ρυθμίσουν την κατ’ επάγγελμα προσφορά υπηρεσιών από εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα, (κατά βάση γυναίκες) . Η υπαγωγή των εκδιδόμενων προσώπων σε συστηματικό ιατρικό έλεγχο αφ’ ενός, και η αυστηρή ρύθμιση των όρων και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες αυτά μπορούν να εγκαθίστανται μονίμως σε οικήματα και να παρέχουν εκεί τις υπηρεσίες τους αφ’ ετέρου, είναι οι άξονες των σχετικών ρυθμίσεων, η εξέλιξη των οποίων δεν είναι άσχετη ούτε με την μεταβολή των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, ούτε –πολύ περισσότερο- με τις εκάστοτε κρατούσες ηθικές αντιλήψεις . Σταθερή πάντως επιλογή του νομοθέτη, καθ’ όλη την διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου, ήταν και παραμένει η αναγνώριση του εκδίδεσθαι ως νόμιμου επαγγέλματος, την άσκηση του οποίου –πάντως- εποπτεύει στενά το κράτος.
2. Όπως και κάθε άλλο επάγγελμα, το επ’ αμοιβή εκδίδεσθαι, εφ΄ όσον ο νόμος το αναγνωρίζει ως τέτοιο και ρυθμίζει την άσκησή του, εμπίπτει κατ’ αρχήν στο προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5§1 Σ.) . Τούτο σημαίνει ότι, ως νόμιμο επάγγελμα, όσες διατυπώσεις και όσοι περιορισμοί -κατασταλτικοί αλλά και προληπτικοί - και αν προβλέπονται για την νόμιμη άσκησή του, το εκδίδεσθαι είναι κατ’ αρχήν ελεύθερο. Υπόκειται όμως και αυτό, όπως και κάθε άλλο επάγγελμα, στο τρίπτυχο των περιορισμών που η ως άνω συνταγματική διάταξη προβλέπει για το δικαίωμα της οικονομικής ελευθερίας, δηλαδή «τα δικαιώματα των άλλων», το «Σύνταγμα» και τα «χρηστά ήθη»˙ τα τελευταία, ως εκ της φύσεως του σχολιαζόμενου επαγγέλματος, είναι προφανές ότι συγκροτούν το δικαιολογητικό βάθρο τόσο της στενής κρατικής εποπτείας, όσο και των αυστηρών περιορισμών και διατυπώσεων που ο νόμος ανέκαθεν προέβλεπε για την άσκησή του.