Καθ’ εαυτό (δηλαδή χωρίς ειδική νομοθετική πρόβλεψη), είναι κατά τη γνώμη μου αμφίβολο αν το επ’ αμοιβή εκδίδεσθαι έχει συνταγματικό έρεισμα κατ’ επίκληση της αρχής της ελευθερίας, όπως οι άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες˙ τούτο σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί κατ’ αρχήν να το απαγορεύσει ή να περιορίσει την άσκησή του πολύ εντονότερα σε σύγκριση με άλλα επαγγέλματα. Αφ’ ης στιγμής, όμως, το αναγνωρίζει ως επάγγελμα, ο δε σκοπός του σωματείου που έχουν ιδρύσει εκδιδόμενα επ’ αμοιβή πρόσωπα έχει αναγνωρισθεί ως νόμιμος (πρβλ. άρθρα 105§3 ΑΚ και 12§2 Σ., καθώς και την προαναφερθείσα στο ερώτημα απόφαση ΠολΠρΑθ 1451/1982), ο νομοθέτης οφείλει κατ’ αρχήν να εντάξει το επ’ αμοιβή εκδίδεσθαι στο προστατευτικό πεδίο της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5§1 Σ.).
Στα φιλελεύθερα πολιτεύματα, όπως διδάσκεται, οι προληπτικοί περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων -ως κατά πολύ επαχθέστεροι των κατασταλτικών- είναι ανεκτοί μόνον κατ’ εξαίρεση και μόνον για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, βλ. αντί άλλων Αρ. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, Ατομικές ελευθερίες, δ’ έκδ., τ. Α’, Θεσσαλονίκη, Αφοί Σάκκουλα, 1982, σ. 78 επ., Π.Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, τ. Α’, Αθήνα-Κομοτηνή, Α. Σάκκουλας, 1991, σ. 110 & επ.
Έννοια κατ’ εξοχήν ρευστή, τα χρηστά ήθη έχουν βεβαίως μελετηθεί πρωτίστως στο πλαίσιο του αστικού δικαίου. Αόριστη νομική έννοια, το περιεχόμενό της διαμορφώνεται συνήθως ad hoc, δηλαδή χωρίς αφηρημένους ορισμούς, αλλά με κριτήριο «τις ιδέες του εκάστοτε κατά την γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου», βλ. αντί πολλών Μ. Σταθόπουλου, Γενικό ενοχικό δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή, Α. Σάκκουλας, 1998, σ. 307, Απ. Γεωργιάδη, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή, Α. Σάκκουλας, 1996, σ. 273, καθώς και Αρ. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, όπ.π., σ. 62.
Ουσιαστικό, κατά την κρατούσα άποψη, και όχι υποχρεωτικά τυπικό, βλ. ήδη την νέα §1 του άρθρου 25 Σ.: «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν [στα δικαιώματα του ανθρώπου] πρέπει να προβλέπονται είτε απ’ ευθείας από το Σύνταγμα, είτε από τον νόμο […]».
Βλ. άρθρο 1§1 ν. 2734/1999.
Για την αντινομία που συνιστά η συνταγματική αναγνώριση ενός δικαιώματος και η ταυτόχρονη υπαγωγή της άσκησής του σε προηγούμενη άδεια, βλ. ιδίως Φ. Βεγλερή, «Η ιδιωτική εκπαίδευση και τα όρια της κρατικής επεμβάσεως»,γνμδ. ΝοΒ 31(1983), 161 & επ.,166, καθώς και, αντί πολλών, ΣτΕ (Τμ. Δ΄επτ.)3041/1992, ΔιΔικ 1993,1280, σύμφωνα με την οποία, οι προβλεπόμενες από τον νόμο άδειες (εν προκειμένω, για την εγκατάσταση ακτινολογικού εργαστηρίου) χορηγούνται από τη διοίκηση κατά δέσμια αρμοδιότητα, δεδομένου ότι πρόκειται για άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 5§1 Σ. – Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Αντ. Μανιτάκης, η οικονομική ελευθερία έχει διττό περιεχόμενο: αφ’ ενός υποκειμενικό, με την έννοια του δικαιώματος επιλογής και ασκήσεως επαγγέλματος και, αφ’ ετέρου, αντικειμενικό, ως άρση και απουσία εν γένει εμποδίων κατά την άσκηση επαγγέλματος, βλ. Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 25§1 Σ., πρόλ. Αρ. Μάνεση, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλας, 1981, σ. 206 & επ.
Ή προέδρου κοινότητας, ύστερα από σύμφωνη γνώμη επιτροπής, την οποία διορίζει ο οικείος νομάρχης, και στην οποία προεδρεύει ο αρμόδιος εισαγγελέας, βλ. άρθρο 3§2 ν. 2734/1999).
Την σχετική ρύθμιση προέβλεπε η ΚΥΑ Α1/7510,7913/23.9/7.10.1981 (Β’ 621), η οποία είχε εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 ν. 1193/1981 (βλ. υποσ.3). Στην απαρίθμιση αυτής της ΚΥΑ περιλαμβάνονταν οι ιεροί ναοί, τα σχολεία, τα φροντιστήρια, τα οικοτοφεία ανηλίκων, τα νοσοκομεία, τα ευαγή ιδρύματα, καθώς και τα «άλλα συγκροτήματα στα οποία είναι εγκατεστημένα ανήλικα πρόσωπα». Περιλαμβάνονταν ακόμοι οι πλατείες, οι αρχαιολογικοί χώροι, καθώς και οι «δημόσιες υπηρεσίες ή οργανισμοί κοινής ωφελείας», τους οποίους η νέα ρύθμιση δεν απαριθμεί.
Η ΚΥΑ του 1981 (βλ. υποσ. 11) όριζε: «Να απέχει, κατ’ ευθεία γραμμή τουλάχιστον 150 μέτρα, εκτός αν παρεμβάλλονται οικήματα, από ιερούς ναούς κ.λπ.».(§5 περ.ε’).
Βλ. τις περ. ε’ και στ’ της §5 της ΚΥΑ 1981 (υποσ.11). Η εν λόγω κανονιστική απόφαση έθετε ως κανόνα τα 150 μ.˙προέβλεπε όμως 50 μ. στις περιπτώσεις των πλατειών, αρχαιολογικών χώρων και δημόσιων υπηρεσιών.
Βλ. Πρακτικά Βουλής, συνεδρ. ΙΑ’/14.7.1999, σ. 302, όπου και σχετική αγόρευση της βουλετού Α. Ψαρούδα-Μπενάκη.
Το άρθρο 8§1 ν.δ. 4095/1960 ορίζει: «Λειτουργία οίκων προς άσκησιν επαγγελματικού ομαδικού εταιρισμού υπό οιανδήποτε μορφήν, όνομα ή τίτλον απαγορεύεται, ως ομαδικού εταιρισμού νοουμένου και του εταιρισμού και δύο έτη γυναικών». Σημειωτέον ότι η ισχύουσα νομοθεσία επιτρέπει ήδη την στέγαση ακόμη και τριών εκδιδόμενων με αμοιβή προσώπων στο ίδιο οίκημα, όχι ταυτοχρόνως, αλλά σε διαφορετικές βάρδιες (βλ. άρθρο 4§2 ν. 2734/1999).- Είχε προηγηθεί το άρθρο 19§1 ν. 3310/1955.
Βλ. την με αριθμ. Τ.Τ. 9946/10.3.2000 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Δημόσιας Τάξης «Καθορισμός των δικαιολογητικών άδειας εγκατάστασης και χρήσης του οικήματος, η οποία χορηγείται από τον Δήμαρχο ή από τον Πρόεδρο της Κοινότητας στα πρόσωπα, τα οποία κατέχουν πιστοποιητικό ασκήσεως επαγγέλματος εκδιδομένου επ’ αμοιβή προσώπου» (Β’351).
Βλ. άρθρο 4§2 ν. 2734/1999, βλ. και περ. γ’ της §4 της ΚΥΑ 1981 (υποσ. 11).