Υπόθεση που αφορά τη σεξουαλική κακοποίηση μαθήτριας σε Καθολική εθνική σχολή της Ιρλανδίας υπό εξέταση
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξετάζει μια υπόθεση που αφορά τη σεξουαλική κακοποίηση μιας μαθήτριας του δημοτικού σχολείου, ηλικίας από οκτώ έως εννέα, σε μια καθολική εθνική σχολή στην Ιρλανδία 1973
Η O'Keeffe κατά Ιρλανδίας (Αριθμός υποθέσεως 35810/09).
Κύρια στοιχεία
Η προσφεύγουσα, Louise O'Keeffe, είναι Ιρλανδή υπήκοος, η οποία γεννήθηκε το 1964 και ζει στην Cork (Ιρλανδία).
Από το 1968 και μετά, η κ. O'Keeffe πήγε στην Εθνική Σχολή Dunderrow. Τα εθνικά σχολεία χρηματοδοτούνται από το κράτος ως σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (από τα οποία εκτιμάται ότι υπήρχαν περίπου 3000 στην Ιρλανδία). Το σχολείο ανήκε στην Καθολική Επισκοπή της Cork και Ross, Διευθυντης ήταν ο Επίσκοπος της Cork και Ross και διοικούταν από έναν ιερέα (O), εξ ονόματος ενός Αρχιδιακόνου.
Το 1971 η γονέας μιας μαθήτριας κατήγγειλε στον O ότι ο διευθυντής του σχολείου (LH) είχε κακοποιήσει σεξουαλικά την κόρη της. Περαιτέρω καταγγελίες έγιναν το 1973. Μετά από συνάντηση γονέων υπό την προεδρία του O, ο LH πήρε αναρρωτική άδεια και στη συνέχεια παραιτήθηκε το Σεπτέμβριο του 1973. Στις 14 Ιανουαρίου 1974 ο O ενημέρωσε το πρώην Υπουργείο Παιδείας και Επιστημών για την παραίτηση του LH. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο αργότερα διαπίστωσε ότι δεν φαίνεται πως το Υπουργείο είχε ενημερωθεί για τις καταγγελίες κατά του LH. Φαίνεται επίσης ότι δεν υποβλήθηκε καταγγελία στην αστυνομία για το θέμα. Ο LH στη συνέχεια πήγε σε άλλη εθνική καθολική σχολή, όπου δίδαξε μέχρι την συνταξιοδότησή του το 1995.
Μεταξύ του Ιανουαρίου και ως τα μέσα του 1973 η μαθήτρια δημοτικού O'Keeffe δέχτηκε μια σειρά σεξουαλικών επιθέσεων από τον LH κατά τη διάρκεια των μαθημάτων μουσικής από τον ίδιο στην τάξη του, κατά τα διαλείμματα ή άμεσα μετά το σχολείο. Η ίδια αποσιώπησε τη σεξουαλική κακοποίηση και, ενώ είχε σημαντικές ψυχολογικές δυσκολίες (κυρίως, σε θέματα σωματικής οικειότητας), εκείνη δεν τα συνέδεσε με την κακοποίηση. Το 1996 ήρθε σε επαφή με την αστυνομία, η οποία ερευνούσε μια ποινική καταγγελία κατά του LH του 1995 από μια άλλη πρώην μαθήτρια. Η κα O'Keeffe έκανε μια δήλωση στην αστυνομία τον Ιανουάριο του 1997 και παραπέμφθηκε για παροχή συμβουλών. Κατά τη διάρκεια της έρευνας μια σειρά άλλων μαθητριών προέβησαν σε δηλώσεις για κακοποίηση από τον LH. Του απαγγέλθηκαν 386 ποινικά αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης περίπου για 21 πρώην μαθήτριές του στο σχολείο. Το 1998, κηρύχθηκε ένοχος σε 21 ενδεικτικές κατηγορίες και καταδικάστηκε σε φυλάκιση.
Στα μέσα του Ιουνίου 1998, έχοντας ακούσει στοιχεία από άλλα θύματα κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης του LH και μετά την ακόλουθη ιατρική περίθαλψη, η κα. O'Keeffe συνειδητοποίησε την έκταση των ψυχολογικών προβλημάτων της και έκανε τη σύνδεση μεταξύ των εν λόγω προβλημάτων της και της σεξουαλικής κακοποίησης από τον LH.
Τον Οκτώβριο του 1998 ζήτησε αποζημίωση από το Ποινικό Δικαστήριο για τους τραυματισμούς που υπέστει όπου το ύψος ήταν περίπου 53.000 λίρες Ιρλανδίας.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1998 η ίδια άσκησε αστική αγωγή κατά του LH, του Υπουργού Παιδείας και Επιστημών, της Ιρλανδίας και του Γενικού Εισαγγελέα, ζητώντας αποζημίωση για τις σωματικές βλάβες που υπέστη ως αποτέλεσμα της επίθεσης, της βιαιοπραγίας συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής κακοποίησης. Ισχυρίστηκε πως: η Πολιτεία απέτυχε να θέσει σε εφαρμογή τα κατάλληλα μέτρα και τις διαδικασίες για την πρόληψη και την αναχαίτιση της συστηματικής κακοποίησης από τον LH που συνέβαινε από το 1962, η πολιτεία ήταν αντιπροσωπευτικά υπεύθυνη, σύμφωνα με την οποία ήταν η εργοδότρια του O και του LH, και πως η πολιτεία ήταν ο υπεύθυνος εκπαιδευτικός φορέας δυνάμει του άρθρου 42 του Συντάγματος.
Στις 24 Οκτωβρίου 2006, το Εφετείο διέταξε ο LH να πληρώσει στην κα O'Keeffe 305,104 ευρώ αποζημίωση. Μετά από διαδικασίες εκτέλεσης, κατά την οποία ο LH ισχυρίστηκε ότι είχε ανεπαρκή μέσα, διατάχτηκε για να πληρώνει στη κα O'Keeffe 400 ευρώ το μήνα. Έλαβε τη πρώτη πληρωμή τον Νοέμβριο του 2007.
Στις 9 Μαρτίου 2004, το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό της άμεσης αμέλειας κατά της Πολιτείας. Στις 20 Ιανουαρίου 2006, το Εφετείο έκρινε εξάλλου ότι η πολιτεία δεν ήταν αντιπροσωπευτικά υπεύθυνη για τη σεξουαλική βία, διαπιστώνοντας ότι ο διευθυντής σχολείου O ήταν υπεύθυνος για την επιλογή και το διορισμό των εκπαιδευτικών, του εντολέα και του Υπουργείου Εκπαίδευσης (και ως εκ τούτου ο Υπουργός) ήταν υπεύθυνος για την καταβολή των μισθών των εκπαιδευτικών, τη διασφάλιση πως είχαν τα απαραίτητα προσόντα και την εποπτεία των δραστηριοτήτων των εκπαιδευτικών. Το Εφετείο απέρριψε επίσης το συνταγματικό αίτημα της κας. O'Keeffe. Όπου καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα της δίκης κατά της πολιτείας.
Το 2006 η κα O'Keeffe προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Στις 9 Μαΐου 2009, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη της κ. O'Keeffe από το Εφετείο και αποφάνθηκε πως κάθε διάδικος θα καταβάλει τα δικαστικά του έξοδα για την πολιτική αγωγή σχετικά με τη πολιτεία. Η κα O'Keeffe νομίμως εκπροσωπείται σε όλη την αστική διαδικασία, αλλά δεν έχει νομική βοήθεια.
Καταγγελίες και διαδικασία
Επικαλούμενη το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η κα O'Keeffe καταγγέλλει πως η πολιτεία της Ιρλανδίας παρέλειψε να θέσει μια δομή προστασίας των παιδιών στις εθνικές καθολικές σχολές που θα εμπόδιζε την κακοποίηση. Η παροχή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν ευθύνη της πολιτείας, ή όχι η λειτουργία είχε ανατεθεί σε τρίτες, οπότε η πολιτεία θα έπρεπε να λάβει υπόψη την ανάγκη για την προστασία των παιδιών, που παρέλειψε να πράξει. Εναλλακτικά, ο διευθυντής του σχολείου ήταν ένας κρατικός αντιπρόσωπος, ο οποίος παρέληψε να λάβει επαρκή μέτρα κατά της κακοποίησης που αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1971 και που θα είχε αποφευχθεί η κακοποίηση από τον LH. Καταγγέλλει, επίσης, ότι υπήρχε αποτυχία να διερευνήσει και να παράσχει την κατάλληλη δικαστική απάντηση στη υπόθεση κρατικής κακοποίησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 (δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής), υποστηρίζει ότι η παρέμβαση στο δικαίωμά της στη σωματική ακεραιότητα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν η πολιτεία είχε θέσει σε εφαρμογή μηχανισμούς προστασίας των παιδιών και ότι ο διευθυντής σχολείου, ως αντιπρόσωπος του κράτους, παρέλειψε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να την προστατεύσει από το 1971.
Επικαλέσθηκε το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου Αριθ. 1 (δικαίωμα στην εκπαίδευση), υποστηρίζοντας πως η πολιτεία είναι υπεύθυνη σχετικά με τη συμπεριφορά μιας δασκάλας-ου σε ένα ιδιωτικό σχολείο και, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 8, και το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1, η πολιτεία υποχρεούται να διοργανώνει το εκπαιδευτικό της σύστημα κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην υποχρέωσή της να προστατεύσει τις μαθήτριες.
Η ίδια ισχυρίζεται ότι υπέστη δυσμενή διάκριση βάσει του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), υποστηρίζοντας ότι η πολιτεία προσπάθησε να αποφύγει την ευθύνη της όσον αφορά την συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών στα εθνικά σχολεία, ενώ αποδέχεται την ευθύνη για την αποζημίωση παιδιών για την ίδια κακοποίηση σε ιδρύματα, οικοτροφεία και την αποζημίωση του 2002, αν και η διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων (διαμονή) είναι άσχετη με την κακοποίηση.
Υπό το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), διαμαρτύρεται για τη διάρκεια της αστικής διαδικασίας και σύμφωνα με το άρθρο 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) διαμαρτύρεται τόσο για την καθυστέρηση στις διαδικασίες της και, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, πως το Ανώτατο Δικαστήριο δημιούργησε ουσιαστικά ασυλία στη πολιτεία, τόσο όσον αφορά τη δική της παράλειψη για προληπτικά μέτρα όσο και τις πράξεις των κρατικών αντιπροσώπων.
Η προσφυγή υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 16 Ιουνίου 2009.
Η υπόθεση κοινοποιήθηκε στην ιρλανδική κυβέρνηση στις 5 Απριλίου 2011.
Το παρόν δελτίο τύπου είναι ένα έγγραφο που παράγεται από τη Γραμμάτεία. Δεν είναι δεσμευτικό για το Δικαστήριο.
Αποφάσεις, κρίσεις και περαιτέρω πληροφορίες για το Δικαστήριο μπορείτε να βρείτε στο διαδίκτυο.
Την είδηση την βρήκαμε στις 4.5.11 και την μεταφράσαμε από την Echr στην http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/portal.asp?sessionId=72206031&skin=hudoc-pr-en&action=request